HomeΗΘΗ & ΕΘΙΜΑ

Τα Χριστούγεννα των Σαρακατσαναίων

Τα Χριστούγεννα των Σαρακατσαναίων

Οι Σαρακατσαναίοι είχαν έντονα αναπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα. Επειδή όμως ήταν νομάδες (μετακινούνταν συνέχεια) και λόγω της φύσεως της εργασίας τους, σαν κτηνοτρόφοι, δυσκολεύονταν να βρουν χρόνο να πάνε στην εκκλησία.
Πρέπει δε να καταλάβουμε ότι κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς , βρίσκονταν στα «Χειμαδιά» και δεν είχε τελειώσει ακόμα ο «γένος», το γέννημα των προβάτων.
Παρ’ όλα αυτά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κοινωνούσαν σχεδόν όλοι, πηγαίνοντας με πρόγραμμα που καθόριζε ο τσέλιγκας στην πλησιέστερη εκκλησία, αφού όλοι απαραίτητα είχαν νηστέψει. Οι Σαρακατσαναίοι πιστεύουν πως, όταν γεννήθηκε ο Χριστός, οι βοσκοί ήταν οι πρώτοι που πήγαν και προσκύνησαν και γι αυτό είναι ευλογημένοι. Πήγαιναν στην Παναγία κουλούρα ψημένη στα κάρβουνα. Για αυτό το λόγο τα Χριστούγεννα φτιάχνανε τη ¨Χριστόκλουρα¨.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων άναβαν τη φωτιά και δεν την άφηναν να σβήσει δώδεκα ημέρες, όσες δηλαδή ήταν και τα «παγανά».
Τα «παγανά», «οι καλικάτζαροι» ήταν τα «όξω από δω» και άμα έβλεπαν αναμμένη τη φωτιά δεν ζύγωναν. Επιπλέον γύρναγαν την πυροστιά ανάποδα κι έριχναν αλάτι μέσα στη φωτιά για να ακούγεται το σκάσιμο του αλατιού και να σκιάζονται τα παγανά.
Πάνω απ’ την πόρτα του καλυβιού κρέμαγαν κλαράκια αγριοτριανταφυλλιάς – σπραγγιάς – παλιουριάς και κρανιάς για να κρατάνε μακριά τα παγανά.
Την Παραμονή επίσης προμηθεύονταν απ’ την κοντινή πόλη τα «καλούδια» με τα οποία φίλευαν τα παιδιά κυρίως, αλλά και τους μεγάλους, που θα πήγαιναν στα κονάκια τους για να τους ευχηθούν.
Τα παιδιά απ’ την Παραμονή συνεννοούνταν για το τι θα κάνουν όταν ξημερώσει Χριστούγεννα και για να είναι προετοιμασμένα πήγαιναν στο «Λόγγο». Εκεί το καθένα έκοβε χλωρά κλαράκια πουρνάρια, γιατί όταν θα τα έβαζαν φωτιά καθώς καίγονταν «πριτσιάναγαν»,δηλαδή τριζοβολούσαν. Γι’ αυτό και το λέγαν «Πριτσιατσιά». Έκοβαν δε τόσα κλαράκια όσα θα ήταν και τα καλύβια στα οποία θα πήγαιναν για τις ευχές.
Οι γυναίκες ζύμωναν κι έφτιαχναν τη «Χριστόκλουρα».
Η Χριστόκλουρα έπρεπε να είναι κεντητή. Τα κεντήματα στη Χριστόκλουρα, οι Σαρακατσάνες τα σχεδίαζαν με τα δάχτυλα, το πιρούνι, το μαχαίρι και το φλιτζάνι. Τα σχέδια συμβόλιζαν τα πρόβατα, τα άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα στοιχεία από την καθημερινότητα.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα σκέπαζαν τα εικονίσματα του καλυβιού, τα οποία ξεσκέπαζαν μόνο την Πρωτοχρονιά και τα ξανασκέπαζαν μέχρι τα Φώτα.

Σαρακατσάνοι
Τα παιδιά, πρωί τα Χριστούγεννα, μ’ έναν τρουβούλι στον ώμο και τα κλαράκια στα χέρια μπαίνοντας στο καλύβι, αφού καλημέριζαν και φιλούσαν από σεβασμό το χέρι των μεγαλυτέρων, πήγαιναν και κάθονταν στα γόνατα δίπλα στην φωτιά. Εκεί, κάθε ένα, έβαζε το πουρναράκι στην φωτιά κουνώντας το πέρα δώθε κι έλεγε: ¨Αρνιά – Κατσίκια – πιδιά – νφάδες – γαμπροί – ’γεια κι δύναμη κι απ ούλα τα καλά¨
Τα παιδιά κάθονταν την ώρα που έλεγαν τις ευχές ¨για να παίρνουν οι πρατίνες τ’ αρνιά τ’ς και να μην τ’ αφήνουν¨. Τα πουρναρόκλαδα έπρεπε να «πριτσιανιάν», να τριζοβολούν, την ώρα που λέγαν τις ευχές «για να βελάζουν τ’ αρνιά». Αν τα κλαράκια δεν πριτσιάναγαν πίστευαν ότι «δεν θα ’ναι καλή χρόνια και δεν θα βελάζουν τα αρνιά». Δηλαδή δεν θα έχουν πολλά γεννητούρια.
Η νοικοκυρά ύστερα από τις ευχές έδινε στα παιδιά διάφορα «καλούδια» δηλαδή καραμέλες – χαρούπια – ξερά σύκα – καρύδια – μήλα και ότι άλλο είχε ευχαρίστηση.
Λεφτά δεν έδιναν, μόνο καλούδια έδιναν, γιατί τις ευχές έπρεπε να τις γλυκάνουν. Στους μεγάλους ,οι οποίοι έκαναν τα ίδια με την ίδια διαδικασία και ακριβώς τις ίδιες ευχές, εκτός από καλούδια πρόσφεραν και κρασί με μεζέδες.