HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Τύρναβος όπως τον είδε ο Γάλλος αρχαιολόγος & περιηγητής LEON HEUZEY το 1858, μετάφραση Βασ. Χατζηαντωνίου

Ο Τύρναβος όπως τον είδε ο Γάλλος αρχαιολόγος & περιηγητής LEON HEUZEY το 1858, μετάφραση Βασ. Χατζηαντωνίου

 
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Έγεννήθη έν Τυρνάβω τό 1931. Τό 1950 ένεγράφη εις τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοϋ Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τό δέ 1954 έλαβε τό πτυχίον τής κλασσικής Φιλολογίας μέ τόν βαθμόν άριστα. Μετεκπαιδευθείς κατά τά σχολικά έτη 1963 – 1964 καί 1964-65 είς τό Διδασκαλεΐον Μέσης Έκπαιδεύσεως ήρίστευσε. ‘Υπηρετεί νϋν είς τό Α’ Λύκειον Θηλέων Λαρίσης. ‘Εγραψε σχετικά μέ τήν Θεσσαλίαν, άλλά τό έργον του μένει άνέκδοτον.

1E0C973F F731 4E09 BDA7 63AA4CE25B39

 

Γιά νά συνεχίσω τήν πραγματοποίηση τοϋ ταξιδιωτικού μου σχεδίου, είναι καιρός νά γνωρίσω τήν περιοχή πρός τό δυτικό μέρος τοΰ Όλύμπου, στήν άρχαία Περραιβία, πού δέν τήν γύρισα ολόκληρη κατά τήν περιήγησή μου στά 1855. Θά έπισκεφθω πρώτα τόν Τύρναβο, μικρή πόλη δευτερευούσης σημασίας, πού διατήρησε όμως καλύτερα άπό τή Λάρισσα τόν χαρακτήρα των παλιών πόλεων.
Περνούμε τή γέφυρα τοΰ Πηνειού έφιπποι. Ό κ. Μοντανίνι θά μέ καλύψη μέ τήν άγγλική του προστασία μέχρι τόν Τύρναβο καί θά μέ συστήση σέ πολλούς φίλους τοΰ άγγλικοΰ προξενείου.

Ό κ. Μουσσούρης, πού μας συγοδεύει, είναι ένας άλλος Των, κάτοχος ένός μεγάλου τσιφλικιού, πού ήταν παλιό τουρκοχώρι καί βρίσκεται στή μέση τοΰ δρόμου μέσα στήν πεδιάδα. Διακρίνεται έκεΐ ακόμα ό μιναρές του. Επειδή ό ίδιος δέν ήταν Τούρκος ύπήκοος, μόνο μέ τή μεσολάβηση άλλου μπόρεσε ν’ άποκτήση τό κτήμα αυτό. Τό γοργό βάδισμα πού κάνει τό θεσσαλικό άλογάκι, τό όποιο μοΰ διέθεσαν τό πρωί, μοΰ επιτρέπει νά εκτιμήσω τήν εξαιρετική περιποίηση καί προσοχή, πού τοΰ δίνει ό κύριός του.

Ωραία είναι άπό μακριά ή θέα πάνω στήν κωνική οροσειρά τοΰ Κισσάβου. Άπό έκεΐ, μέσα σέ μιά ώρα, είμαστε στόν Τύρναβο, αφήνοντας δεξιά πάνω σ’ ένα λοφίσκο τήν άρχαία τοποθεσία Καστρί καί αριστερά ένα πολύ μεγάλο τουρκικό στρατώνα γιά τόν τακτικό τουρκικό στρατό, κτισμένο κατά τό σχέδιο τών στρατώνων τής Κωνσταντινουπόλεως: τέσσερες στερεοί πύργοι, πού άπολήγουν σέ στέγες παγόδας, μέ τέσσερες γωνίες ένός πελώριου τετραγώνου. ‘Ο άνθρωπος πού μάς φιλοξενεί, ειδοποιημένος πριν άπό τήν άφιξή μου, είναι ό κ. Θωμάς Άνδρεάδης, «τό μαντείο τοϋ Τυρνάβου», γνήσιος τύπος κοτσάμπαση τών παλιών ήμερών. Κατοικεί σ’ ένα μεγάλο κτίριο μέ στέγες πού εξέχουν, μέ άσβεστωμένους τοίχους, άν καί μέσα τους ύπάρχει περισσότερο ξύλο παρά πέτρα. Τό σπίτι κρύβει τό σχετικό πλοΰτο του μέσα σέ μιά μακρινή αυλή, όπου σέ κάθε γωνιά έχουν κάνει ένα στενό κήπο στολισμένο μέ κοινά λουλούδια μέσα σ’ ένα σωρό θάμνους καί πλατύφυλλα φυτά. Στό εσωτερικό βασιλεύει κάτι σά μισοανατολίτικη, μισοαστική πολυτέλεια, πολύ πρωτότυπη. Μπαίνομε πρώτα σέ μιά ψηλή σάλα, άνοιχτή πρός τήν αύλή όπως σέ υπόστεγο. Φθάνομε έκεΐ μέ ξύλινη σκάλα, πού άποτελεΐται άπό τέσσερα ή πέντε σκαλιά καί ένα πλατύσκαλο, μέ σανίδα γιά τή μεγάλη στάμνα τοΰ νιπτήρα.

Οί σανίδες πού σχηματίζουν τό πλαίσιο τής πόρτας καί τά κάγκελα, έχουν γιά στολίδι μιά σειρά άστέρια τρυπητά. Πάνω άπό τούς στύλους, είναι μιά περίεργη σκαλωσιά άπό μεγάλα κομμάτια ξύλων μέ άνώμαλη καμπυλότητα, πού διασταυρώνονται μέσα στό κενό καί μπλέκουνται κάτω άπό τή στέγη. Στό κέντρο ύπάρχει ένα μεγάλο φανάρι. Συνέχεια έρχεται ή αίθουσα υποδοχής, τό τιμητικό σαλόνι, όπου βλέπομε ένα πολύ ψηλό μέρος, θάλεγε κανείς σκηνή γιά έπίδειξη· έκεΐ είναι τοποθετημένο τό ντιβάνι, όπου κάθονται οί υψηλοί φιλοξενούμενοι. Στήν ίδια πλευρά, τά παράθυρα μέ τις ξύλινες γρίλλιες είναι σχεδόν κολλητά, ενώ ή άλλη πλευρά τοΰ δωματίου μένει στό μισοσκόταδο.
Λεπτές σανίδες καρφωμένες χωρίζουν τό ταβάνι σέ ρόμβους διαφόρων χρωμάτων καί πάνω στούς τοίχους υπάρχουν τά ίδια άκατέργαστα χρώματα, πράσινα, κίτρινα, μπλέ, κόκκινα, πού μπαίνουν μ’ ευκολία. Τάπητες, κουρτίνες άπό τοπικό ύφασμα καί μερικά μεγάλα μπαούλα σκαλιστά, άριστουργήματα άγροτικής ξυλουργικής, συμπληρώνουν τήν επίπλωση.

69092334 DE52 4881 B39B A947E4C42C5D
Οί πρωινοί σύντροφοί μου μ’ άφήνουν στό φιλόξενο αΰτό σπίτι. Ή οικογένεια τοΰ κυρίου Θωμά άριθμεΐ, μετά τήν μητέρα, τόν πρώτο γιο ’Αριστείδη, ξανθό μέ κανονικό άνάστημα, πού είναι άλλωστε έμπειρότατος καί διαχειρίζεται τις υποθέσεις τοΰ σπιτιοΰ.
Ή γυναίκα του (ή νύφη) είναι χαριτωμένη, πολύ λιγομίλητη, ντυμένη εντελώς διαφορετικά άπ’ ό,τι οί γυναίκες τοΰ Τυρνάβου: μεταξωτό κορσάζ πάνω σέ φούστα άπό μουσελίνα άσπρη μέ ολοκόκκινο ποδόγυρο, ένα περιδέραιο μέ επίχρυσα φλουριά καί, γιά στολίδι στό κεφάλι, μεγαλόπρεπο φέσι πού ή φούντα του πέφτει κυματιστή.
Ό δεύτερος γιός, ό Μιλτιάδης, πού παρακολουθεί άκόμα τό έλληνικό σχολείο, φορεΐ τή φορεσιά τών Ρουμελιωτών μέ ραβδώσεις.
Άπό τό πρωί άρχίζω νά έπισκέπτωμαι τήν πόλη μέ έμπειρο καί ικανό οδηγό τόν κ. Θωμά, επειδή δέν βρήκα κανέναν άλλο σ’ αύτό τό μέρος.

Ό Τύρναβος έχει δεκατρείς έκκλησιές, όλες σχετικά μεγάλες, στρωμένες μέ μεγάλες άσπρες πλάκες καί μέ όροφή από ξύλινα τετράγωνα καί πολύχρωμα πλαίσια. “Εχουν καθίσματα καί στασίδια στον κυρίως ναό γιά τούς πιστούς, πράγμα σπάνιο στήν άνατολική έλληνική λατρεία. Τό κτίσιμο καί οί τοιχογραφίες δεν φτάνουν πριν άπό τόν 10ο αιώνα. Στον “Αγιο Αντώνιο μερικά τούβλα βαλμένα μέσα στόν τοίχο, ώστε νά σχηματίζουν άριθμητικά στοιχεία, δίνουν παράλληλα τις δυο άντίστοιχες χρονολογίες τής δημιουργίας τού κόσμου καί τής χριστιανικής χρονολογίας: 7144 καί 1636. Ή χρονολογία τής ζωγραφικής νδιακοσμήσεως, πού διαβάζεται στό εσωτερικό τού ναού, είναι ένα χρόνο νεώτερη.

Ό “Αγιος Δη μ ήτ ρ ι ο ς, σύμφωνα μέ μιά επιγραφή, θά είχε κτιστή τό 1647. Μέσα στήν έκκλησιά τού ‘Αγίου Προδρόμου, πού είναι ό μητροπολιτικός ναός, ή χρονολογία των τοιχογραφιών φαίνεται άπό τήν παρακάτω επιγραφή, πού τήν μεταφράζω γιά παράδειγμα: «Έπί άρχιερέως τού ίερωτά- του Κυρίου, προστατευομένου άπό τόν Θεόν, μητροπολίτου τής άγιωτάτης μητροπόλεως Λαρίσης Διονυσίου, ενέτει 7171» πού αντιστοιχεί μέ τό 1663 μ.Χ.

Τά καλύτερα ξυλόγλυπτα είναι τού Άϊ-Λιά: βλέπομε εκεί ένα ξύλινο τέμπλο, σπουδαία ξυλογλυπτική εργασία- οί τοιχογραφίες καί ή ανακαίνιση τής εκκλησίας χρονολογούνται άπό τό 17ος.

‘Η ‘Αγία Φανερωμένη οφείλει ασφαλώς τήν όνομασία της σέ θαυματουργή εικόνα τής Παρθένου καί έχει σημαντικά ξυλόγλυπτα, πού έγιναν τό 1724. Ό άριθμός καί ή σπουδαιότης τών έκκλησιών μαρτυρούν τήν ευημερία τής πόλεως κατά τήν ίδια περίοδο. Διαπιστώνομε έπίσης τήν ζωτικότητα γιά άναγέννηση τών έλληνικών παραδόσεων μέ τήν φροντίδα πού κατέβαλλαν νά διατηρήσουν τά λείψανα τής άρχαιότητος συναρμόζοντάς τα μέσα στήν οικοδομή τών θρησκευτικών ιδρυμάτων.

Γι’αυτό στις εκκλησίες πρώτα πηγαίνει ό άρχαιολόγος ταξιδιώτης. Πίσω άπό τήν ‘Αγία Τράπεζα τού Τιμίου Προδρόμου, ή μιά άπό τις πέτρες πού χρησιμεύουν γιά σκαλιά στόν επισκοπικό θρόνο φέρνει μιά μεγάλη άνέκδοτη επιγραφή, σπουδαιότατη γιά τήν ιστορία τής άρχαίας πόλεως τής Θεσσαλίας, πού ήταν πριν άπό τόν Τύρναβο πρωτεύουσα τής γύρω έπαρχίας. Υπάρχουν βέβαια μερικά μέρη σβησμένα- ή θέση κάτω άπό τά πόδια τού επισκόπου, όσο τιμητική κι’ άν ήταν, παρουσίαζε δυσχέρειες. Αύτό δέν μ’ έμποδίζει νά άναγνωρίσω ένα ψήφισμα τού δήμου τών Φαλανναίων πρός τιμήν ξένου ευεργέτη- τό έγγραφο θά είχε δημοσιευθή στό θέατρο καί ή στήλη θά είχε ύψωθή μέσα στό ναό τής Πολιάδος Άθηνάς, πολύτιμες ενδείξεις γιά τά δυο οικοδομήματα τής άρχαίας πόλεως. γιά τά δυο οικοδομήματα τής άρχαίας πόλεως.
Ό κ. Θωμάς μοΰ άναφέρει ότι τό όνομα τής Φαλάννης διαβάστηκε σέ μιά άλλη επιγραφή, στό λόφο Κ α σ τ ρ ί, μιά άρχαία έλληνική τοποθεσία πού έπισημάναμε ήδη άπό τήν άλλη πλευρά τού ποταμού. Έκεΐ έπρεπε τουλάχιστο νά βρίσκεται ή άρχαία άκρόπολη. Ό ρόλος τού προγεφυρώματος θά έξηγοΰσε ότι ή άκρόπολη τής Φαλάννης, μέ τό όνομα ’Ό ρ θ η, πού ήταν γνωστή μόνο στήν ομηρική
εποχή, θεωρήθηκε κάποτε άπό τούς άρχαίους ξεχωριστή θέση.
“Αν είναι πολύ ευχάριστο ταξιδεύοντας κανείς ν’ άνακαλύπτη άνέκδοτα πράγματα, άκόμα περισσότερη ικανοποίηση αισθάνεται νά ξαναβρίσκη σέ καλή κατάσταση κάποιο μνημείο ξεχασμένο άπό πολύ καιρό. Στήν αύλή λοιπόν τού ‘Αγίου Προδρόμου βλέπω μέ χαρά περνώντας τήν, γνωστότερη σ’ έμένα, έπιγραφή πρός τόν θεό ’Απόλλωνα, τόν «κερδώο ’Απόλλωνα». Ό κερδοσκόπος αύτός θεός μάς φέρνει πίσω στήν άρχή άλλά πρέπει νά λάβωμε ύπ’ όψη ότι συχνότατα, ιδίως σέ μιά περιοχή όπως ή Θεσσαλία, τό μαντείο τό συμβουλεύονταν γιά συνειθισμένες υποθέσεις καί γιά έντελώς υλικά συμφέροντα.
Μόνο ένα γλυπτό μνημείο βρήκα στόν Τύρναβο, δηλ. μιά επιτύμβια μαρμάρινη στήλη, πού σώζονταν στήν αυλή ένός τούρκικου σπιτιού. Ή μορφή παριστάνει γυμνό πολεμιστή, οπλισμένο μέ μεγάλη στρογγυλή άσπίδα, ένα θέμα πολύ άπλό, πού ή μεγάλη μετριότης τής επεξεργασίας τό κάνει νά φαίνεται λιγάκι άρχαϊκό. Ή έπιγραφή πού είναι χαραγμένη στήν πλαϊνή επιφάνεια τής στήλης, δύσκολα διαβάζεται, γιατί έχει χάσματα. Πρόκειται γιά κάποιον Πασίδαμο, πού σκοτώθηκε πολεμώντας καί δοξασμένος, «γιά νά φέρη στά Ήλύσια Πεδία τή μαρτυρία τής άξίας του», δηλ. τήν άσπίδα του, πράγμα πού έξηγεΐ άμέσως ή παράσταση. Τόν ταξιδιώτη στήν ’Ανατολή τόν έκπλήττει ή κυρίως πόλη μέ τήν κανονικότητα τών δρόμων της (σοκάκια), πού είναι χαραγμένοι μέ τό σκοινί καί στρωμένοι μ’ άσπρες
πέτρες καί μ’ ένα αυλάκι στή μέση. Ό κ. Θωμάς μοΰ κάνει λόγο γιά τό μεγάλο έμπόριο πού άνάπτυξε ό Τύρναβος άπό τό 1700 μέχρι τό 1800. ’Από τό πρωΐ μέχρι τόνβράδυ άκουγε κανείς τό θόρυβο τών έπαγγελματιών εκεί πού σήμερα βασιλεύει ή σιωπή. Μέ πηγαίνει νά δώ δυό
ή τρεις εγκαταστάσεις βαφέων (κ ι ρ χ α ν ά δ ω ν). πού άποτελούσαν τήν δόξα τού τόπου. Οί κιρχανάδες είναι οτι άπόμεινε σήμερα άπό έξήντα παρόμοια εργοστάσια, τά όποια χρησιμοποιούσαν τό ριζάρι άπό τήν ’Ασία, πολύ πριν γίνη γνωστή ή σχετική βιομηχανία στήν Ευρώπη.

Τέλος 1ου μέρους       Δείτε εδώ το Β’ μέρος