HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Μουσουλμάνοι και Έλληνες Χριστιανοί στη Λάρισα μετά το 1881!

Μουσουλμάνοι και Έλληνες Χριστιανοί στη Λάρισα μετά το 1881!

Η φωτογραφία Λάρισα 1883
 
Πολλές φορές  κομπάζουμε για τη μοναδικότητά μας, αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι φοβερό χωνευτήρι πολιτισμών, θρησκειών, ιδεολογιών, έχουμε υπάρξει και συνεχίζουμε να είμαστε…..
 
Πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας με την υπόλοιπη Ελλάδα ,μουσουλμάνοι Τούρκοι και χριστιανοί Έλληνες συνυπήρχαν κάτω από την εξουσία του Σουλτάνου. Στη Λάρισα ζούσε και μια μικρή κοινότητα Εβραίων και Αρμενίων.
Οι κανόνες και οι προϋποθέσεις για την συνύπαρξη αυτή ,τις καθόριζε το Οθωμανικό κράτος. Όπως επισημαίνει ο K. Karpat,επρόκειτο για ένα κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο βασιζόταν κυρίως στη θρησκεία και δευτερευόντως στις γλωσσικές διαφορές.

Η προσάρτηση έγινε με ειρηνικό τρόπο μετά τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878). Η προτροπή προς τις δύο χώρες ,ήταν να ρυθμίσουν διμερώς τις μεταξύ τους συνοριακές διαφορές. Το παραπάνω εγχείρημα ήταν ένα στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση να πείσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό να εμπιστευτεί τη νέα εξουσία και να παραμείνει.

Η ερήμωση των πρόσφατα προσαρτημένων περιοχών ήταν το απευκταίο  ,με το σκεπτικό ότι δεν ήταν προς όφελος κανενός.

Το κλίμα αυτό είναι εμφανές και στον εγχώριο τύπο της εποχής, αθηναϊκό και θεσσαλικό, που

φαίνεται να προβληματίζεται για τη μεταναστευτική τάση των μουσουλμάνων της Θεσσαλίας.

Σε κάποιες περιπτώσεις η τάση αυτή αποδίδεται όχι τόσο στο φανατισμό των μουσουλμάνων όσο στις υποσχέσεις που δίνονται από την πλευρά της οθωμανικής αυτοκρατορίας «περί ευδαιμονεστέρου βίου εν Ασία». Εφημ. Ανεξαρτησία, αρ. 221 (Λάρισα, 15.12.1883).
Βέβαια, όπου οι Τούρκοι μειοψηφούσαν αριθμητικά σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό είχαν αναγκαστεί από τις ίδιες τις συνθήκες να μάθουν ελληνικά.
Ο βαυαρός αρχαιολόγος Ludwig Ross, μια πεντηκονταετία περίπου πριν, αναφερόμενος στους Τούρκους της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, σημειώνει ότι αποτελούσαν πριν την Επανάσταση σε πολλά μέρη μια μικρή μειονότητα σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό, και γι’ αυτό είχαν γίνει στη νοοτροπία και στη γλώσσα«μισο-Έλληνες».
 Μέχρι τότε τα ελληνικά είχαν μια ισχυρή παρουσία, χωρίς να είναι όμως η κυρίαρχη γλώσσα.
Να σημειωθεί ότι η ελληνική γλώσσα ήταν, μετά τα τουρκικά και τα αραβικά, η τρίτη πιο διαδεδομένη γραπτή γλώσσα της αυτοκρατορίας.Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της θεσσαλικής πεδιάδας ήταν εξοικειωμένοι με τη γλώσσα του ελληνικού στοιχείου, λόγω εμπορικών συναλλαγών μαζί του.http://(Βλ. Χαλίλ Ιναλτζίκ, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600, μετάφρ. Μιχάλης Κοκολάκης,  Αθήνα 1995)
Ο γραπτός λόγος όμως υπολείπετε του προφορικού, η αλλαγή της γλώσσας στη Διοίκηση έφερε το Ελληνικό Κράτος μπροστά σε ένα όγκο επισήμων εγγράφων που ήταν γραμμένα στην Τουρκική γλώσσα και έπρεπε να μεταφραστούν στην Ελληνική.
Η πρόσβαση, όμως, στη γραπτή μορφή μιας γλώσσας είναι πάντοτε προνόμιο λιγότερων. Για τους μουσουλμάνους ακόμη και η γραφή της οθωμανικής γλώσσας παρουσίαζε έναν αυξημένο βαθμό δυσκολίας, γιατί η συγκεκριμένη γλώσσα είναι βασικά τουρκική στη σύνταξη και τη γραμματική της, χρησιμοποιεί όμως την αραβική γραφή.
 
Περίπου το 40% του συνόλου της είναι αραβικές λέξεις και λιγότερες περσικές. Μετά τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας εξαλείφθηκαν, μέσω προγραμμάτων της τουρκικής κυβέρνησης, τα γλωσσικά δάνεια που είχαν εισχωρήσει στα οθωμανικά.
 
Η τουρκική κατάκτηση το 1423 οδήγησε στην ερήμωσή της πόλης, σύντομα όμως το δημογραφικό κενό καλύφθηκε από πολυάριθμους μουσουλμάνους εποίκους.
 
Τον 16ο αιώνα οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 80%-90% περίπου του πληθυσμού της πόλης, ενώ η μουσουλμανική παρουσία  στη Λάρισα στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμη τόσο ισχυρή, ώστε ο άγγλος συνταγματάρχης και περιηγητής W. Leake στο περιηγητικό του κείμενο σημειώνει ότι η Λάρισα ήταν «η πιο οθωμανική πόλη νότια της Θεσσαλονίκης».
 Ένα τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού αναχωρεί μετά τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου και πριν την οριστική προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, όμως το οθωμανικό στοιχείο στην πόλη παραμένει ισχυρό.
 
 Ο γιατρός Ν. Γεωργιάδης το 1880 αναφέρεται σε 6.000 Έλληνες, 12.000 Οθωμανούς και 3.000 Εβραίους, ενώ η επίσημη απογραφή του 1881 καταγράφει σε ολόκληρη την επαρχία Λάρισας 34.272 άτομα πληθυσμό, με τους μουσουλμάνους
να αποτελούν το 1/4 του συνόλου (8.480 άτομα).
Τα στοιχεία του 1881 αμφισβητήθηκαν. Πολλοί μουσουλμάνοι απέφυγαν την απογραφή με αιτιολογία την άρνηση τους να υπηρετήσουν στον Ελληνικό στρατό. Ένας άλλος λόγος ήταν η διάχυτη ανησυχία μήπως χάσουν το δικαίωμα να διατηρήσουν την Οθωμανική υπηκοότητα για τρία χρόνια επιπλέον όπως όριζε η σύμβαση της παραχώρησης της Θεσσαλίας και Ηπείρου.
Η προσάρτηση όπως ήταν φυσικό δημιούργησε ανακατατάξεις στη δομή του κράτους με την κατάργηση θέσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν. Η εσωτερική μετανάστευση κάλυψε το πληθυσμιακό κενό που είχε δημιουργηθεί.

Οι μουσουλμάνοι μιλούσαν την τουρκική σαν μητρική,στην απογραφή του 1907 καταγράφονται 33 άτομα που καταγράφονται ως «μωαμεθανοί», όχι όμως ως «τουρκόφωνοι».

Πιθανόν ,να  μιλούν κάποια άλλη από τις γλώσσες που καταγράφονται ως ομιλούμενες στην πόλη: την αλβανική (Γκέκηδες) ή την ελληνική, ως απόγονοι εξισλαμισμένων χριστιανών, τηνισπανοεβραϊκή, αν επρόκειτο για «ντονμέδες»(εξισλαμισμένους Εβραίους) ή κάποια από τις ευρωπαϊκές γλώσσες (γαλλική, ιταλική) που αναφέρονται στην απογραφή.
Το 1907 σε ολόκληρο τον νομό Λάρισας, σε σύνολο 95.066 κατοίκων, έχουν απομείνει 1.393 μουσουλμάνοι, σχεδόν όσοι και οι Εβραίοι.Από τα χωριά, το μεγαλύτερο πληθυσμιακά είναι το Καζακλάρ (Αμπε λώνας) και ακολουθούν τοΜεγάλο Καισερλί (Συκούριο) καιτο Δερελί (Γόννοι),ο Ασαρ λίκ (Όσσα), το Τουρκομουσλί (Φιλίκια).
 Χρέη μεταφραστών αναλάμβαναν οι Έλληνες Χριστιανοί της πόλης. Βασική προϋπόθεση η καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και της οθωμανικής.
ενώπιον του συμβολαιογράφου και παρουσία των συμβαλλομένων τον «επί του Ιερού Ευαγγελίου νενομισμένον περί της πιστής Διερμηνείας όρκον», ενώ δεσμεύονται η μετάφρασή τους να ακολουθεί τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας. Σε μία μόνο περίπτωση ο διερμηνέας, ο κτηματίας Νετζίπ Ελμάζ, είναι μουσουλμάνος και ο αντίστοιχος όρκος δίνεται στο Κοράνι.
Το 1881 αναφέρονται στην πόλη δέκα οθωμανικά σχολεία, επτά αρρένων και τρία θηλέων. Τα έξι των αρρένων ήταν σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, ενώ το έβδομο, το σχολείο Ρουστιγιέ, αποτελούσεένα είδος ανώτερου σχολείου.
 Στο σύνολο, πάντως, του αρχείου συναντάμε και κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις όπου οι συμβαλλόμενοι,
Οθωμανοί ή Αρμένιοι, υπογράφουν «γαλλιστί» ή «λατινιστί».

Από το αρχείο του συμβολαιογράφου Αγαθάγγελου Ιωαννίδη από τα πωλητήρια συμβόλαια από το 1882-1898 προκύπτει ότι οι συμβαλόμενοι μουσουλμάνοι που  αναγράφονται στα συμβόλαια ξεπερνούν το 80%.Αυτό αποτελεί και ένδειξη της επιθυμίας να μεταναστεύσει μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων στην Μ.Ασία

ή στον βορειότερο, τουρκοκρατούμενο ακόμη, ελληνικό χώρο.
Οι μουσουλμάνοι του αρχείου είτε εμφανίζονται ως πωλητές της περιουσίας τους σε χριστιανούς κατοίκους είτε σε μικρότερο ποσοστό ως αγοραστές, τακτοποιώντας ενδοοικογενειακές εκκρεμότητες στο συγγενικό τους περιβάλλον ή επεκτείνοντας τις ιδιοκτησίες τους.
 
 

Τα επαγγέλματά των διερμηνέων  ποικίλλουν. Ανάμεσά τους συναντούμε τον αρτοποιό Γιαννακούλη Δημόκα, τον γραφέα Θεόδωρο Καπουρνίδη, τον εμπορομεσίτη Αθανάσιο Σκόδρα και τον ιδιώτη Ιωάννη Παρίση, ο οποίος σε άλλο συμβόλαιο του ίδιου έτους αναφέρεται ως «άνευ έργου». Ο προσδι ορισμός «άνευ έργου» για άνδρες δηλώνει, προφανώς, την έλλειψη σταθερού αντικειμένου ενασχόλησης, περισσότερο μια ευκολία στην εναλλαγή αντικειμένων παρά την ανεργία, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.

Η ιδιότητα του διερμηνέα δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους των δύο δεκαετιών που εξετάζουμε επαγγελματικά, γι’ αυτό άλλωστε δίπλα στα ονόματά τους αναφέρεται άλλη απασχόληση ως κύριο επάγγελμα. Η γνώση της τουρκικής γλώσσας είναι περισσότερο ένα επιπλέον προσόν που τους προσφέρει ευκαιριακά ένα πρόσθετο εισόδημα. Στην απογραφή του 1907, στην καταγραφή του πληθυσμού κατά επαγγέλματα, μόνο ένας άνδρας καταγράφεται στην κατηγορία «διερμηνείς- μεταφρασταί»,βρισκόμαστε όμως ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα και η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων έχει ήδη εγκαταλείψει την πόλη.

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τους μουσουλμάνους που κατανοούν την ελληνική και δεν χρειάζονται μεταφραστή, ένα πολύ μικρό ποσοστό χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα και στον γραπτό λόγο. Είναι

λογικό να είναι περιορισμένος ο αριθμός των μουσουλμάνων που κατέχουν τη γραπτή μορφή της ελληνικής, εφόσον όσοι από αυτούς είναι εγγράμματοι έχουν φοιτήσει σε μουσουλμανικά σχολεία, όπου διδάχτηκαν την τουρκική, περσική και αραβική γλώσσα, καθώς και στοιχειώδεις γνώσεις της γαλλικής.

Μέσα από το αρχείο του συμβολαιογράφου Ιωαννίδη  αναδεικνύεται η ισχυρή παρουσία οθωμανών γυναικών που κατοικούν στη Λάρισα   που κάνουν χρήση διερμηνέα. Γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες, παρότι διατηρούσαν τον έλεγχο της προσωπικής τους περιουσίας και μετά τον γάμο, ζώντας περιορισμένες και αποκλεισμένες από το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της δημόσιας σφαίρας, έρχονταν σε μικρότερη επαφή με το αλλόθρησκο και αλλόγλωσσο τμήμα του πληθυσμού, επομένως τους ήταν πιο δύσκολο να εξοικειωθούν με την ελληνική γλώσσα.
Εκτός της πόλης της Λάρισας, συναντούμε μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών Καζακλάρ (Αμπελώνας), Τόιβασι (Καλοχώρι) και Μεγάλου Καισερλί (Συκουρίου), κυρίως γεωργούς, να χρειάζονται για τις συναλλαγές τους μεταφραστή. Τα χωριά αυτά μέχρι και την απελευθέρωση κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από μουσουλμανικό πληθυσμό. Μεμονωμένες παρουσίες με έναν ή δύο συμβαλλόμενους στα πωλητήρια με διερμηνέα έχουν και τα χωριά Καρατζόλ (Αργυροπούλι), Σουλέτσι (Κυπάρισσος),Τουρκομουσλί (Φιλίκια) και Ασαρλίκ (Όσσα).

Ήδη από τον Ιούλιο του 1882 που αναγνωρίστηκε επίσημα ο θεσμός των μουφτήδων στις πόλεις της Θεσσαλίας  παρότι τυπικά ο Σεϊχουλισλάμης συνέχιζε να δίνει την  έγκρισή του, επιλέγονταν και διορίζονταν από την ελληνική κυβέρνηση, με αυξημένες αρμοδιότητες, και μέσω αυτών ασκούνταν έλεγχος στις υποθέσεις της μουσουλμανικής κοινότητας. Οι μουφτήδες ήταν υπεύθυνοι μεταξύ άλλων και για τη διαχείριση των βακουφικών κτημάτων, ως πρόεδροι των αρμόδιων οθωμανικών επιτροπών. Το πρόσωπο που κυριαρχεί σε αυτό το δείγμα συμβολαίων είναι ο μουφτής της Λάρισας Χασάν Εφένδης Αχμέτ Μουλά, ο οποίος ενεργεί ως πρόεδρος της «ενταύθα βακουφικής επιτροπής» και παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα το 1892 και 1893 πωλώντας βακουφικά κτήματα μέσα στην πόλη και γύρω από αυτήν.

 
Οι αγοραστές της βακουφικής περιουσίας είναι χριστιανοί της πόλης διαφόρων επαγγελμάτων (εμποροκτηματίες, βυρσοδέψες, πανδοχείς και εργάτες). Συναντούμε μεταξύ τους έναν έμπορο από τον Βόλο και έναν υλοτόμο από το Λέχοβο Καστοριάς. Μόνες εξαιρέσεις ως προς τη θρησκευτική  ταυτότητα των αγοραστών αποτελούν δύο μουσουλμάνοι από το Μεγάλο Καισερλί, που αγνοούν και αυτοί, όπως ο μουφτής, την ελληνική γλώσσα.
Το γεγονός ότι ο μουφτής της πόλης, ένας μουσουλμάνος με εξέχουσαθέση, στην ουσία ένας υπάλληλος του ελληνικού κράτους, μια δεκαετία μετά την προσάρτηση της Λάρισας χρειάζεται διερμηνέα, θα μπορούσε να μας υποβάλει την σκέψη ότι οι θρησκευτικοί εκπρόσωποι του αλλόθρησκου στοιχείου δεν δείχνουν διάθεση αφομοίωσης, όμως αυτό δενείναι ο κανόνας. Ο μουφτής της Λάρισας το 1883, ο Μεχμέτ ΕφένδηΙσμαήλ, συναλλάσσεται χωρίς διερμηνέα, ενώ το ίδιο κάνει και ο χότζας(μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος) Ιμπραήμ Αχμέτ Κιρκλάρ Σεχί. Το ίδιο ισχύει και για τον ιμάμη Χασάν Μαχμούτ.
Χωρίς την παρουσία διερμηνέα διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του και ο «οθωμανός ηγούμενος» Χουσεΐν Ιμπραήμ Μπαμπάς, που κατοικεί στον Τζουμά Σερβίων. Διαπιστώνουμε, λοιπόν στο αρχείο την ύπαρξη μουσουλμάνων ιερωμένων που συναλλάσσονται άμεσα με τους χριστιανούς της πόλης, χωρίς να εξαρτώνται από την παρουσία διερμηνέα. Προφανώς, η θρησκευτική τους αποστολή δεν συνεπάγεται απαραίτητα εσωστρέφεια, επομένως δεν αποτελεί πρακτικά εμπόδιο για επικοινωνία με το αλλόγλωσσο στοιχείο και προσαρμογή σε μία νέα πραγματικότητα.
Στα χρόνια 1897-1898, μεσολαβεί ο «ατυχής» ελληνοτουρκικόςπόλεμος, ο οποίος, παρότι ιδιαίτερα σύντομος, αναστατώνει την πόλη καιτην παραδίδει στο έλεος των Τούρκων. Οι εχθροπραξίες λήγουν στις 7  Μαΐου του 1897 και οι Λαρισαίοι επιστρέφουν στις εστίες τους για να βρουν αρκετά από τα σπίτια τους κατειλημμένα και λεηλατημένα. Κάποιοι μουσουλμάνοι έχουν διαφύγει από την πόλη και στον τοπικό τύπο αναφέρονται ως «αγνώστου διαμονής».

Πάντως, παρότι θα περιμέναμε το 1898 να έχουμε μια μειωμένη κίνηση στις αγοραπωλησίες, καθώς η πόλη

ζει στον απόηχο του ελληνοτουρκικού πολέμου, διαπιστώνουμε ότι η συμβολαιογραφική δραστηριότητα συνεχίζεται κανονικά.
Γνωρίζουμε ότι οι μουσουλμάνοι αγρότες της Θεσσαλίας, στις κτηνοτροφικές και γεωργικέςτους εργασίες, χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς αιθίοπες και άραβες δούλους, οι απόγονοι των οποίων προφανώς ζούσαν στην περιοχή μέχρι και
την περίοδο αυτή. Η παρουσία Αφρικανών στη Λάρισα αναφέρεται από περιηγητές όπως ο J. Bartholdy (1803) και ο H. Holland(1812). Μάλιστα, στο χάρτη της Λάρισας του 1880 σημειώνεται η συνοικία Αραπλάρ στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Πάντως, στις περιπτώσεις των οθωμανών με αφρικανική/αραβική καταγωγή δε θεωρούμε ότι η ανάγκη για διερμηνεία
σχετίζεται άμεσα με την εθνοφυλετική τους καταγωγή όσο με τον τόπο διαμονής τους, που είναι και στις δύο περιπτώσεις χωριά με αμιγώς τουρκικό πληθυσμό μέχρι λίγο πριν την προσάρτηση. Και, ασφαλώς,εφόσον πρόκειται για γυναίκες, καθοριστικό ρόλο παίζει η έμφυλη ταυτότητά τους με τους περιορισμούς που αυτή συνεπάγεται.
Διερμηνέα χρησιμοποιούν σε κάποιες περιπτώσεις και οι Αρμένιοι,οι οποίοι γενικά έχουν μικρή εκπροσώπηση στο αρχείο. Ολιγάριθμη,άλλωστε, ήταν και η κοινότητά τους στη Λάρισα.

 Το 1882 αναφέρεται να κατοικούν 450 Αρμένιοι στην πόλη, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν ξεχωριστή συνοικία όπως οι Εβραίοι. Όλοι τους μιλούν μόνο αρμένικα και οθωμανικά.

 Κυρίαρχη η παρουσία του Ζανίκ (ή Τζανίκ) Αβραμιάν, ο οποίος εμφανίζεται στα 2/3των πωλητηρίων με συμμετοχή Αρμενίων και κάνει τις συναλλαγές του χωρίς διερμηνέα, υπογράφοντας «λατινιστί». Όσον αφορά τους Εβραίους που εμφανίζονται στο αρχείο, κανένας τους δεν καταφεύγει στη χρήση διερμηνέα, είναι επομένως όλοι γνώστες της ελληνικής γλώσσας, στην προ
φορική της τουλάχιστον μορφή. Και αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως, είτε πρόκειται για εμπορομεσίτες και αργυραμοιβούς είτε για γυναίκες που ασχολούνται με τα οικιακά.
 
 
Γράφει Μαλίτα Κατερίνα