HomeΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μια αναδρομή στις ρίζες μας, 1ο μέρος Βλάχοι

Μια αναδρομή στις ρίζες μας, 1ο μέρος Βλάχοι

Στο πέρασμα των αιώνων αυτή η χώρα, η Ελλάδα,δέχθηκε στα εδάφη της μια ποικιλομορφία ανθρώπων, πολιτισμών, κουλτούρας. Κάποιοι ήταν περαστικοί που δεν πρόλαβαν να μπολιαστούν με τους ήδη μόνιμους κατοίκους σε κάθε περιοχή που τους φιλοξένησε και κάποιο άλλοι έμειναν και άφησαν έντονα την παρουσία τους. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα μωσαϊκό ανθρώπων ,πολιτισμών, παραδόσεων.Οι πληθυσμιακές λοιπόν ομάδες ανθρώπων αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια. Ένα ταξίδι στο χρόνο έφερε στο προσκήνιο τις ρίζες των πληθυσμών αυτών.

Προσπαθήσαμε να ομαδοποιήσουμε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες και να κάνουμε μικρά αφιερώματα σε κάθε μία από αυτές. Θα μιλήσουμε λοιπόν για τους Βλάχους, Ηπειρώτες, Πόντιους, Καραγκούνηδες, Θράκες, Τσάκωνες, Σαρακατσάνοι.

Το πρώτο αφιέρωμα θα είναι στου Βλάχους:

ArrumanosMacedonios--balkancockpitpol00pric 0021.png

Βλάχοι της Μακεδονίας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας στην προφορική τους γλώσσα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνιι και Ρεμένι. Στην ελληνόφωνη γραπτή και προφορική τους παράδοση αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο Βλάχοι ή βλαχόφωνοι Έλληνες. Ως Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται στο τοπικό βλαχικό ιδίωμα οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του Μετσόβου, της Μηλιάς και ευρύτερα της περιοχής Μαλακασίου. Οι Βλάχοι της Κλεισούρας, της Σαμαρίνας, του Περιβολίου και της Αβδέλλας, αυτοπροσδιορίζονται στο προφορικό βλαχικό τους ιδίωμα ως Αρωμάνοι και στα ελληνικά ως Βλάχοι. Στη γραπτή παράδοση λόγιοι βλαχικής καταγωγής έκαναν αρκετά συχνά χρήση και των όρων Γκρέκοι, Γραικόβλαχοι, Ρωμαιόβλαχοι και σπανιότερα Γραικολατίνοι αναφερόμενοι στους Βλάχους του ιστορικού ελλαδικού χώρου.

220px Vlashka nosija%2C 1899

Βλάχος βοσκός από την Αβδέλλα με παραδοσιακή φορεσιά. Διαφημιστική φωτογραφία των αδελφών Μανάκη

Οι Αρμάνοι, γνωστοί στην Ελλάδα κυρίως ως Βλάχοι, είναι μία λατινόφωνη πληθυσμιακή ομάδα τα μέλη της οποίας κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, στην Αλβανία και στα Σκόπια. Μητρική γλώσσα των Αρμάνων είναι η βλάχικη. Η γλώσσα αυτή είναι το σύνολο των μη συστηματοποιημένων βλαχικών διαλέκτων που ομιλούνται στα νότια Βαλκάνια και είναι λατινογενούς προέλευσης. Στην Ελλάδα ένα μέρος της λατινόφωνης αυτής πληθυσμιακής ομάδας συνεχίζει μέχρι σήμερα να μιλά παράλληλα με την Ελληνική και τη μητρική βλαχική, το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος των ατόμων βλαχικής καταγωγής μιλάει πλέον μόνο ελληνικά. Στην γλώσσα τους οι βλαχόφωνοι αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι ή «Ρεμένοι», ενώ στα ελληνικά και τις περισσότερες γλώσσες του κόσμου ετεροπροσδιορίζονται ως «Βλάχοι».

Ως Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται στο τοπικό βλαχικό ιδίωμα οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του Μετσόβου, της Μηλιάς και ευρύτερα της περιοχής Μαλακασίου. Οι Βλάχοι της Κλεισούρας, της Σαμαρίνας, του Περιβολίου και της Αβδέλλας, αυτοπροσδιορίζονται στο προφορικό βλαχικό τους ιδίωμα ως Αρωμάνοι και στα ελληνικά ως Βλάχοι. Στη γραπτή παράδοση λόγιοι βλαχικής καταγωγής έκαναν αρκετά συχνά χρήση και των όρων Γκρέκοι, Γραικόβλαχοι, Ρωμαιόβλαχοι και σπανιότερα Γραικολατίνοι αναφερόμενοι στους Βλάχους του ιστορικού ελλαδικού χώρου. Οι διάφορες απόψεις περί καταγωγής των Βλάχων που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί είναι οι εξής:

Μιά άποψη είναι ότι κατάγονται από τους Ρωμαίους, μέλη της Ρωμαικής Λεγεώνας που παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες ,εγκαταστάθηκαν στα ορεινά περάσματα και ασχόλήθηκαν με την κτηνοτροφία.

Μια άλλη θεωρία την οποία υποστηρίζουν Ρουμάνοι Ιστορικοί, οι Αρμάνοι εγκατέλειψαν την «πατρίδα» τους βόρεια του Δούναβη γύρω στο 6ο με 7ο αιώνα και κατέβηκαν νοτιότερα για να αναζητήσουν καλύτερα βοσκοτόπια. Η θεωρία αυτή αντικρούεται από την άποψη ότι δεν είναι λογικό να εγκατέλειψαν τις απέραντες, εύφορες, γεμάτες βοσκοτόπια πεδιάδες της Ρουμανίας και να ήρθανε να εγκατασταθούν στα άγονα βουνά της Ελλάδα. Υπάρχει και η άποψη ότι οι Βλάχοι κατάγονται από αυτόχθονες Έλληνες γλωσσικά επηρεασμένους από τους Ρωμαίους και ήταν φύλακες των συνόρων της αυτοκρατορίας και υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στις τάξεις των ρωμαϊκών λεγεώνων. Ως πιθανή κοιτίδα των βλάχων θεωρείται η περιοχή της Ρωμαϊκής Εγνατίας οδού όπου και συγκεντρώνονται οι περισσότεροι βλαχόφωνοι πληθυσμοί ακόμη και σήμερα. Οι Ρωμαίοι πρώτα κατέκτησαν την Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα και 100 χρόνια αργότερα επεκτάθηκαν βόρεια προς τη σημερινή Ρουμανία. Οπότε λογικό είναι η λατινοφωνία στη Βαλκανική Χερσόνησο να ξεκίνησε από τον ελληνικό χώρο και μέτα να επεκτάθηκε βόρεια. Σχετικά με αυτό έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι πιθανώς τα Ρουμάνικα να είναι διάλεκτος των Αρωμούνικων και όχι το αντίθετο. Υπάρχει και η θεωρία ότι οι Βλάχοι προήλθαν από περιοχές της σημερινής Σερβίας, όπου το λατινικό στοιχείο επικρατούσε του ελληνικού, όπως αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό επιγραφών στα λατινικά.

Από όποια από τις παραπάνω θεωρίες υιοθετήσουμε το αποτέλεσμα είναι ότι η πληθυσμιακή αυτή ομάδα σήμερα ζει σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και η ενασχόληση τους κατά κύριο λόγο είναι η κτηνοτροφία το εμπόριο .Κατάφεραν όμως να διαφυλάξουν την ελληνικότητα της παράδοσης τους, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από τους κυκλικούς χορούς ,τη μουσική (κλαρίνο, λαούτο, ντέφι) και τα ήθη και έθιμά τους.

Πρώτη γραπτή αναφορά του ονόματος «Βλάχοι» γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό το 976 μ.Χ. ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από «οδίτες Βλάχους» μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών «τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρύς παρά τινων Βλάχων οδιτών».

Ιστορικά το 1718 οι Οθωμανοί ηττώνται έξω από την Βιέννη και έτσι σηματοδοτείται η οριστική απομάκρυνση τους από την Κεντρική Ευρώπη. Ακολουθεί η υπογραφή μιας σειράς εμπορικών συνθηκών ανάμεσα στην Αψβουργική και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι συνθήκες αυτές όρισαν τα γεωγραφικά σύνορα των δύο αυτοκρατοριών και καθόρισαν τις εμπορικές τους σχέσεις. Μεταξύ των νέων εμπορικών ρυθμίσεων κατοχυρώνονταν η ελευθερία του εμπορίου στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους των δύο αυτοκρατοριών, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, ο διορισμός εκατέρωθεν προξενικών αρχών και η συμφωνία προνομιακού τελωνιακού δασμού 3% για τα διακινούμενα προϊόντα των δύο συμβαλλόμενων πλευρών, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του διαβαλκανικού εμπορίου και προκαλώντας ένα ισχυρό κύμα ελληνικής μετανάστευσης προς την πολλά υποσχόμενη κεντρική Ευρώπη.

 

ArrumanosMacedonios--balkancockpitpol00pric 0021.pngΤο νέο ευνοϊκό κλίμα εκμεταλλεύτηκαν αποτελεσματικά κυρίως οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες και οι Θεσσαλοί οι οποίοι στράφηκαν στο εμπόριο και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα διάφορα ευρωπαϊκά και βαλκανικά εμπορικά κέντρα. Οι ισχυροί συγγενικοί δεσμοί οδήγησαν σταδιακά τις αρχικές εγκαταστάσεις ατομικού χαρακτήρα σε μεταναστεύσεις ολόκληρων οικογενειών με αποτέλεσμα τα κύρια κέντρα που φιλοξένησαν βλαχόφωνους Έλληνες να μετατραπούν σε ένα ευρύτατο και πολυδιάστατο δίκτυο πρακτόρων, συνεργατών, ανταποκριτών, αλλά και προϊόντων, πρακτικών και νοοτροπιών. Οι Έλληνες έμποροι επέλεξαν τους νέους τόπους εγκατάστασης τους βάσει  της γεωγραφικής – εμπορικής τοποθεσίας των περιοχών και της θέσης που κατείχαν στο χερσαίο οδικό δίκτυο. Στο χώρο των Βαλκανίων, κύρια κέντρα των Βλάχων υπήρξαν η Μοσχόπολη, η Αχρίδα, το Νις, το Κάρλοβιτς, η Κραίνα, το Σεμλίνο, το Νόβισαντ, τα Βελεσσά, η Μιλόβιστα, το Πάντσεβο. Αναμφίβολα οι Μοσχοπολίτες έμποροι αποτέλεσαν το πιο ζωτικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κομμάτι των περισσότερων σέρβικων επαρχιών στις οποίες εγκαταστάθηκαν.

Σημαντική παρουσία είχαν και οι μέτοικοι της Βλάστης και της Σιάτιστας στις περιοχές πέρα από τον Σάβο, ενώ στο Βελιγράδι αυτοί που έπαιξαν τον ίδιο ρόλο ήταν κυρίως οι βλαχόφωνοι της Κλεισούρας και δευτερευόντως οι Σιατιστινοί, οι Μπλατσιώτες και οι Κοζανίτες.

Βορειότερα, η Βιέννη και η Πέστη  αναδείχθηκαν σε σημαντικούς πόλους έλξης για Μοσχοπολίτες και άλλους βλαχόφωνους πληθυσμούς. Είτε ως πλανόδιοι έμποροι, είτε ως μόνιμα εγκατεστημένοι, είτε ως μεταφορείς εμπορευμάτων ανάμεσα στις δυο αυτοκρατορίες, κατάφεραν να διεισδύσουν στον οικονομικό στίβο της νέας τους χώρας και να αναδειχτούν σε δυναμικούς εκφραστές του εμποροκρατικού πνεύματος της εποχής. Οι Βλάχοι όπως και πολλοί ακόμη Έλληνες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα ευνοϊκά προνόμια που τους παραχωρούσε η βασιλική Αυλή της Βιέννης, τα οποία εκτός των ευνοϊκών δασμολογικών ρυθμίσεων που προέβλεπαν αφορούσαν επιπλέον την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μεταναστών, την αυτοδιοίκησή τους καθώς και την παραχώρηση υλικών μέσων (χωράφια, σπίτια, ζώα) για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στα εδάφη της.

Παράλληλα στον ελληνικό χώρο τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια εξακολουθούν να ακμάζουν. Χωριά μετατρέπονται σε πόλεις καθώς γνωρίζουν δραματική αύξηση του πληθυσμού τους. Τέτοιες είναι η Χώρα Μετζόβου, το Περιβόλι, η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Μπλάτσι, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα, η Κλεισούρα, όπου σε κάθε μία από αυτές ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6000. Στο Μοναστήρι πλειοψηφία αποτελεί ο Βλαχόφωνος πληθυσμός, ενώ ξεχωριστή υπήρξε και η παρουσία των Βλάχων στις Σέρρες και την Θεσσαλονίκη. Βλάχοι όπως οι Καλαρρύτες διατηρούν τεράστια κοπάδια και εξάγουν ζωικά προϊόντα στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα διαθέτουν και εμπορικό στόλο στην Μεσόγειο με τον οποίο επικοινωνούν με την Μασσαλία και την Σαρδηνία. Αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, τους Καλαρρύτες και στη Νεβέσκα (Νυμφαίο), ενώ αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.α.

Η βλάχικη γλώσσα, ήταν μια γλώσσα που ζούσε τη σκιά της ελληνικής γλώσσας. Αποτέλεσμα  να μην αναπτυχθεί πλήρως σαν λόγια γλώσσα και και να αποκτήσει γραφή .Αιτία των ιδεολογικών επιλογών των Βλάχων μελών της αστικής τάξης οι οποίοι ήταν σε θέση όχι μόνο να μετέχουν της ελληνικά προσανατολισμένης παιδείας αλλά και να επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινότητα προς εκείνη την κατεύθυνση διότι η ελληνική ήταν η γλώσσα της εκκλησίας και της εκπαίδευσης· ήταν και η lingua franca του εμπορίου στα Βαλκάνια και στην περίπτωση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών η γλώσσα της ιθύνουσας τάξης. Η Ελληνική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν πάντα στην Εκκλησία, στο εμπόριο κι αλλού, ενώ τα βλάχικα χρησιμοποιούνταν κυρίως στο οικιακό περιβάλλον και στις κοινωνικές συναναστροφές της κλειστής κοινωνίας του χωριού). Κατάφερε παρ’όλα αυτά να δώσει αρκετά γραπτά μνημεία της ύπαρξης της , που αποτελούν προσπάθειες συστηματοποίησης της από την πλευρά κάποιων Βλάχων λογίων , από τη μια και από την άλλη , προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού των βλαχόφωνων. Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 . Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την «Πρωτοπειρία», ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες στην νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική. Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την “Εισαγωγική Διδασκαλία”, ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής. Η πρώτη γραμματική της γλώσσας τυπώθηκε το 1813 στην Βιέννη της Αυστρίας (τότε Αυστρουγγαρίας). Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, διάφορες γραμματικές και λεξικά της γλώσσας.

O Βλάχος γλωσσολόγος Κ. Ντίνας, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Δυτικής Μακεδονίας, μιλώντας για το θέμα του αντιεπιστημονικού χαρακτηρισμού της Βλάχικης γλώσσας ως ιδιώματος από μερικούς, το αποδίδει σε άγνοια της γλωσσολογίας και στο φόβο χαρακτηρισμού των Βλάχων σαν ξεχωριστής εθνότητας λόγω ξεχωριστής γλώσσας, ξεκαθαρίζοντας ότι η βλάχικη δεν είναι ιδίωμα καμίας γλώσσας, αλλά αυτόνομη νεολατινική γλώσσα, αδελφή της Δακορουμανικής, της Ιστρορωμανικής και της Μεγλενορωμανικής. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ως ιδιώματος ενέχει τον κίνδυνο χαρακτηρισμού της σαν ρουμανικού ιδιώματος, αφού η ρουμανική είναι η μόνη γλώσσα της οποίας διάλεκτος θα μπορούσαν να είναι τα βλάχικα.

Στην Ελλάδα  δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 120 πολιτιστικοί σύλλογοι ατόμων βλάχικης καταγωγής. Παράλληλα οργανώνονται βλάχικα ανταμώματα, εκδίδονται πολλά βιβλία σχετικά με τους Βλάχους, κυκλοφορούν ηχογραφήσεις με τραγούδια στα βλάχικα αλλά και στα ελληνικά, καθώς ως φαίνεται, το μεγαλύτερο καταγραμμένο μέρος της βλάχικης μουσικής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο, επηρεάστηκε από την ελληνική και καταγράφηκε σε αυτήν. Τέλος, πολλές ομάδες βλαχόφωνων έχουν δημιουργηθεί στο διαδίκτυο, ως ύστατη προσπάθεια έκφρασης για τους εναπομείναντες ομιλητές της βλαχικής.

 

220px AromaniansinMacedonia

Εξάπλωση των Βλάχων στη Βόρεια Μακεδονία:  Με πράσινο χρώμα οι περιοχές όπου οι Βλάχοι είναι επίσημα αναγνωρισμένη μειονοτική ομάδα.   Με γαλάζιο άλλες περιοχές με πληθυσμό Βλάχων.   Με κίτρινο περιοχές συγκέντρωσης των Μεγλενο-Ρουμανών Στην Αλβανία  με τη βοήθεια του

 

 
Στην Αλβανία με τη βοήθεια του Ρουμάνου πρέσβη το 1991 ιδρύθηκε ο πρώτος πολιτιστικός σύλλογος Αρουμάνων στη χώρα κι έκτοτε πολλοί νέοι λαμβάνουν υποτροφίες για σπουδές στη Ρουμανία. Ωστόσο μια περιορισμένη ομάδα των Βλάχων στην Αλβανία ταυτίζεται με τον εκεί Ελληνισμό.

Στη Βόρεια Μακεδονία υπολογίζεται ότι ζουν μέχρι και 100.000 άτομα βλαχικής καταγωγής. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι Βλάχοι αναγνωρίστηκαν ως εθνική μειονότητα με 8.467 μέλη σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές (απογραφή του 1994) Στη χώρα υπάρχει έντονη δραστηριότητα από τους αυτοθεωρούμενους Αρμάνους κι Αρουμάνους εθνικιστές, με εκδόσεις, ηχογραφήσεις κ.λ.π. Οι ίδιοι έχουν εκπομπή στο δεύτερο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης στα βλάχικα. Τέλος, η γλώσσα αυτής της ομάδας διδάσκεται ως προαιρετικό μάθημα στο Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Στρούγκα το Στιπ και το Κουμάνοβο. Στην απογραφή του 2002 ο πληθυσμός των Βλάχων ανερχόταν στα 9.695 άτομα.

Σήμερα ζουν λίγοι Αρμάνοι στη Βουλγαρία. Τμήμα των λεγόμενων «ρουμανιζόντων βλάχων» παρουσιάζει με τη βοήθεια των ομοφρόνων τους στη Ρουμανία και την Βόρεια Μακεδονία δραστηριοποίηση κι εκδίδει περιοδικό στα αρουμανικά. Οι Τσιντσάροι Αρμάνοι/Βλάχοι στη σημερινή Σερβία είναι πολύ λίγοι και δε μιλούν πλέον τα βλάχικα.

Σήμερα στη Ρουμανία υπάρχει σημαντικός αριθμός απογόνων των ρουμανιζόντων Βλάχων που είχαν μεταναστεύσει στη Ρουμανία, κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα. Υπολογίζεται ότι την περίοδο εκείνη μετακινήθηκαν εκεί περίπου 40.000 Αρουμάνοι. Η πλειοψηφία τους κατοικεί σήμερα στις περιοχές της Κωστάντζας και του Βουκουρεστίου. Ανάμεσά τους υπάρχουν σήμερα διάφορες τάσεις σε ότι αφορά την πεποίθηση σχετικά με την εθνική ταυτότητά τους. Κυρίαρχη μέχρι σήμερα είναι αυτή που πρεσβεύει στη ρουμανική εθνική ταυτότητα. Ακολουθεί αριθμητικά πάντα η νεοπαγής κίνηση της “Φάρα αρμανεάσκα” που πρεσβεύει την ξεχωριστή αρουμανική εθνική ταυτότητα και διεκδικεί διοικητική κι εδαφική ανεξαρτησία σε όλες τις βαλκανικές χώρες όπου διαβιούν τα μέλη της. Η ελληνοβλαχική τάση είναι στη Ρουμανία περιορισμένη και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία για την τεκμηρίωσή της. Εκ μέρους των δύο τάσεων (ρουμανίζουσα κι αρουμανική) υπάρχει έντονη δραστηριοποίηση με την οργάνωση συνεδρίων, λαογραφικών εκδηλώσεων και εκδόσεις περιοδικών και βιβλίων. Υπάρχουν εκπομπές στην αρουμάνικη γλώσσα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση (Κωστάντζα). Η εκδοχή της συστηματοποιημένης αρουμάνικης γλώσσας αυτών θεωρείται από πολλούς «εκρουμανισμένη» και διδάσκεται ως προαιρετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία της Κωστάντζας (από το 2000) και στο Βουκουρέστι (από το 2001).

      Είναι γνωστή η προσπάθεια της Ρουμανίας να προσεταιριστεί βλάχικους πληθυσμού.

Στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχει επίσης ένας αριθμός Βλάχων μεταναστών. Στη Γαλλία και τις Η.Π.Α. υπάρχουν οργανωμένες αρουμανικές κοινότητες που δραστηριοποιούνται με εκδόσεις, διάφορες εκδηλώσεις κ.λ.π.. Τα ιδρυτικά μέλη τους προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη Σιδηρά φρουρά της Ρουμανίας και τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Οι οργανώσεις αυτές υποστηρίζουν κυρίως την Ρουμανική άποψη περί καταγωγής των Βλάχων ενώ τελευταία ενισχύεται ανάμεσά τους η τάση που θεωρεί και διεκδικεί τους Βλάχους ως ξεχωριστή εθνότητα.

Άλλοι προσδιορισμοί των νοτίων Βλάχων είναι:

  • Κουτσόβλαχοι: πολιτικογεωγραφικός όρος. Είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ (= Μικρόβλαχοι), κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας. Έτσι ονόμαζαν οι Οθωμανοί τους Βλάχους κατοίκους της Θεσσαλίας στην πρώιμη Τουρκοκρατία σε αντιδιαστολή με τους Μπουγιούκ Βαλάχ (=Μεγαλόβλαχους), κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας, όπως ονομαζόταν η περιοχή της Μουντένια, δηλαδή η Βλαχία του Δουνάβεως. Ο πολιτικογεωγραφικός όρος χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν από την πρώιμη ρουμανική ιστοριογραφία (17ος-19ος αι.) και πέρασε ως τεχνικός όρος στις συμφωνίες Βενιζέλου-Μαγιορέσκου το 1913 *βλέπε σχετικά: C. Noe – “Les Roumains Koutzo-Valaques”, Bucharest, 1913. Τσιντσάροι: έτσι ονομάζονται οι Βλάχοι στις περιοχές Σερβίας – Βόρειας Μακεδονίας από τους Σέρβους. Η ονομασία εικάζεται πως προέρχεται από το λατινικό quinquarius (=λεγεωνάριος της πέμπτης Ρωμαϊκής λεγεώνας) και αναφερόταν στα κατάλοιπα της πέμπτης Ρωμαϊκής λεγεώνας των παλαιμάχων Μακεδόνων (πέντε=quinque στην Λατινική, τσίντσι στα βλάχικα).
  • Τσομπάν: έτσι ονομάζονται οι Ρεμένοι στην Αλβανία, εξαιτίας της ενασχόλησής τους με την κτηνοτροφία.

Το επόμενο αφιέρωμα στους Ηπειρώτες.