HomeΘΕΣΣΑΛΙΑ

Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι, στήσανε χορό τρελό τα μελισσόπουλα.

Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι, στήσανε χορό τρελό τα μελισσόπουλα.

Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το
νερό. Στάχυα ψηλά λυγίζουνε
το μελαμψό ουρανό.
Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους
ο ήλιος σπαρταράει.
Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι.
του Οδυσσέα Ελύτη, 

Λιωμένο χρυσάφι τα σταροχώραφα της περιοχής χρωματίζουν όμορφα τον Θεσσαλικό κάμπο. Ανάλογα με την περιοχή και με τον καιρό διαφοροποιείται και το ξεκίνημα του θερισμού. Όταν όμως το σιτάρι ωριμάσει το στάχυ γίνεται ξανθό ,κίτρινο σαν κυδώνι και ο σπόρος σκληραίνει. Ο χρόνος ωρίμανσης είναι αυτός που προσδιορίζει και τον προορισμού του καρπού .Μια φορά και έναν καιρό τότε που πολλοί από εμάς είμασταν βυζανιάρικα στον κόρφο των μανάδων σαν παραμύθι μας παίνευαν τον κόπο του αγρότη .Σκαμμένα πρόσωπα που τα έκρυβε επιμελώς από τον ήλιο, το σκιάδι -ψαθί  ξεφτισμένο από την πολυχρησία. 

 Ο καθένας έπαιρνε τον αγρό του (συγκεκριμένη έκταση) και ο θέρος άρχιζε… και τα δεμάτια στοιβάζονταν στο χωράφι, Χέρια γεμάτα ρόζους ,σκληρά και μαυρισμένα από τον ήλιο του καλοκαιριού δούλευαν ασταμάτητα. Η αριστερή παλάμη του χεριού γέμιζε από τα στάχυα , το δεξί χέρι κρατώντας το δρεπάνι   τα έκοβε και τα τοποθετούσε καταγής.  Δέκα περίπου χερόβολα έφτιαχναν μια χεριά και τέσσερις χεριές ένα δεμάτι.

Οι δεματάδες μετά τους θεριστάδες και τις θερίστριες έδεναν τα δεμάτια με δέστρες φτιαγμένες από καλάμι σίκαλης που είναι ανθεκτικά. Από βραδύς τα μουλιάζαν και τα πατούσαν να μαλακώσουν.

Όταν ο ήλιος μέσιαζε στον ουράνιο θόλο το μεσημέρι ,το θέρισμα σταματούσε. Ο ιδρώτας αυλάκωνε τα κουρασμένα ξερακιανά μάγουλα των ανθρώπων  και η ζέστη, τους είχει αποκάμει. Σε αυτοσχέδια τσαρδάκια αναζητούσαν μια στάλα δροσιάς ,μπουκώνονταν με κάτι ελαφρύ και δροσερό για να πάρουν δύναμη να συνεχίσουν μέχρι το σούρουπο.

 Μετά τον θέρισμα σειρά έπαιρνε το αλώνι, το χρηματιστήριο του γεωργού, ανάλογα με την σοδειά   που έπαιρνε θα πορευόταν για την επόμενη χρονιά. Το αλώνι αντιπροσωπεύει ένα σημείο όπου το πραγματικό (η αγωνία για τη συλλογή της σοδειάς, η χαρά της ολοκλήρωσης ενός έργου, η απόλαυση της χειροπιαστής δημιουργίας), σφιχταγγαλιάζεται με το φανταστικό (ξωτικά, νεράϊδες) και δημιουργεί έναν «τόπο» γεμάτο ισχυρούς συμβολισμούς. 

Η άλως είναι το αλώνι, κυκλικός επίπεδος χώρος για το άλεσμα των δημητριακών,  λιθόστρωτος.  Περιμετρικά του αλωνιού χτιστό λίθινο τοιχάκι.  Τοποθετημένο σε ύψωμα  ή σε σημείο που φυσούσε αεράκι ώστε να μπορούν να «ξανεμιστούν» τα σιτηρά. Αλλού το ονόμαζαν  απλωταριά, λιάστρα.

Στο κέντρο του αλωνιού στερεωμένος ένας ξύλινος πάσσαλος στον τόπο μας το ονομάζουν στρίγερο ,στρέντζερο ή στρογερό.πάνω σε αυτό μια τριχιά ίση με την ακτίνα του αλωνιού, δεμένη στη μία άκρη στον πάσσαλο και στην άλλη δεμένα τα ζώα .Το παραπάνω εξάρτημα  είχε δακτυλιωτά πελεκηθεί, στο ύψος της κοιλιάς του ζώου, κι είχε δημιουργηθεί έτσι ένα «αυλάκι», μια εσοχή, για να κρατάει σ’ αυτό το ύψος την κουλούρα, έναν μεγάλο μεταλλικό κρίκο που «φοριέται»

Τα αλώνια είναι απαγορευμένα μέρη για κοινούς θνητούς όταν ο ήλιος έδυε. Απόκοσμα πλάσματα που δημιουργεί ο ανθρώπινος νους ,νεράιδες και ξωτικά το βράδυ έστηναν χορό και όποιος είχε την περιέργεια να κρυφοκοιτάξει ,έχανε τα μυαλά του. Η μόνη περίπτωση για μην τον έβρει συμφορά τον έρμο υπήρχε λύση ,να αρπάξει το μαντήλι τους. Λαϊκές ιστορίες θέλουν τα αλώνια να βουλιάζουν, από τις αμαρτίες των ανθρώπων και να τους παίρνουν μαζί τους στα βάθη της γης!

Χωματάλωνα, λιθάλωνα, πετράλωνα 

«Αλώνια συναντάμε δύο ειδών, τα χωματάλωνα και τα πετράλωνα.

  • Το δάπεδο του πέτρινου αλωνιού ήταν στρωμένο με πλάκες από πέτρα, τις αλωνόπλακες, που εφάρμοζαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια ομαλή επίπεδη επιφάνεια. Τα κενά ανάμεσα στις πλάκες καλύπτονταν με χώμα. Σε πολλές περιοχές όμως τα αλώνια
    ήταν χωμάτινα.
  • Τα χωματάλωνα τα έστρωναν με λάσπη ανακατεμένη με άχυρα,που όταν ξηραινόταν την πατούσαν τα άλογα, ώσπου να γίνει σκληρή σαν πέτρα. Το πηλόχωμα το ανανέωναν κάθε χρόνο για να είναι ίσιο, ώστε να τρίβονται τα στάχυα και να μαζεύεται ο σπόρος καθαρός από σκόνες και χώματα.

Η προετοιμασία του αλωνιού γινόταν τον Ιούνιο, αφού είχαν πάψει και οι τελευταίες βροχές του Μάη και άρχιζε ο θέρος.»
Σε κάθε χωριό υπήρχαν πολλά αλώνια. Δεν ήταν σπάνιο, κάθε νοικοκύρης να είχε το δικό του αλώνι. Διαφορετικά, χρησιμοποιούσε δανεικό, πληρώνοντας το αντίτιμο σε είδος. Η παροιμία τονίζει ότι καλύτερα μικρό, αλλά ιδιόκτητο, «μικρό – μικρό τ’ αλώνι μου, και να’ναι μοναχικό μου».
Το αλώνισμα τέλειωνε με το πλήρη τεμαχισμό των δεματιών και το διαχωρισμό του καρπού από το άχυρο.
Τότε άρχιζε η δεύτερη φάση του αλωνίσματος. Καρπός και άχυρα μαζεύονταν σε σωρό στο κέντρο του αλωνιού με τη χρήση των δικρανιών.

Στη συνέχεια περίμεναν τη στιγμή που θα υπήρχε δυνατός αέρας για αρχίσει το λίχνισμα, που διαχώριζε τον καρπό από το άχυρο. Με μεγάλα κόσκινα που άφηναν μόνο το σιτάρι να περάσει έπαιρναν τον πολυπόθητο καρπό που τον μετέφεραν στις αποθήκες για να χρησιμοποιηθεί σταδιακά για την παρασκευή του ψωμιού της
οικογένειας μετά το σχετικό άλεσμα.

Τα άχυρα τα μετέφεραν με μεγάλα σακιά σε άλλες αποθήκες και τα χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφές. Σήμερα όλα αυτά έχουν ξεχαστεί, τα αλώνια έχουν σχεδόν όλα ξηλωθεί. τα αλέτρια, οι λαιμαργίες, τα τραβηχτά  τα ντουένια καρπολόγια,  ξυλόφτυαρα και τσουγκράνες, αν υπάρχουν ακόμα, σκουριάζουν πεταμένα σε κάποιες αποθήκες.

 “Το έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα” αποκαλύπτει μια αλήθεια . Η ζωή του τότε κοπιαστική και το αποτέλεσμα αβέβαιο ,αλλά  μεγάλωσαν γενιές ολάκερες .Ακόμα θυμάμαι τον πατέρα με το ψαθί μαυροχαχαλιασμένος από τον ήλιο να έρχεται για μια γουλιά καφέ και λίγο δροσερό νερό ,να ξαποστάσει μια στάλα και να ξαναφύγει….για να ζήσουμε εμείς καλύτερα.