HomeΔΡΑΣΕΙΣ-ΔΡΩΜΕΝΑ-ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Ο Καραγκιόζης ήτανε ‘Eλληνας, Τούρκος ή και τα δύο;

Ο Καραγκιόζης ήτανε ‘Eλληνας, Τούρκος ή και τα δύο;

Ένα μνημείο, ένα ψυχαγωγικό δρώμενο, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα, η γαστρονομία και τόσα όλα που περικλείουν και χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό μιας χώρας, είναι απόδειξη,ότι ο πολιτισμός είναι ποτάμι ,που από κάπου ξεκινάει,στην πορεία πέτρες, χώμα παρασύρονται από το νερό και το κάνουν να θολώνει, τα περισσότερα από αυτά τα αποβάλλει.
Το νερό βρίσκει διεξόδους και αλλάζει την ροή του ποταμού και την κοίτη του ακόμα, δημιουργεί παραποτάμους,που διασχίζουν διαφορετικούς τόπους που τους δίνουν ζωή. Αυτό είναι πολιτισμός ένα ταξείδι κουλτούρας ,που από κάθε τόπο που περνάει δημιουργεί μικρότερους πολιτισμούς ο καθένας από αυτούς είναι μοναδικός, αλλά συνάμα και παγκόσμιος.

Ο Καραγκιόζης των παιδικών μας χρόνων. Απογέματα καλοκαιριού σε αλάνες, αυλές ένα σεντόνι και κάποιες αυτοσχέδιες φιγούρες αποτελούσε ψυχαγωγικό δρώμενο.Δεν έχει σημασία ποιος διεκδικεί την πατρότητα Ανατολή ή Δύση, είναι μια φιγούρα,ήρωας τον παιδικών μας χρόνων.Η Λαϊκή παράδοση που διαδίδεται από στόμα σε στόμα,δίνει διάφορες εκδοχές. Η μία αναφέρεται σε ένα θρύλο,που ως γενέτειρα του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη είναι η Προύσα. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης.

Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο. Σήμερα στην Προύσα υπάρχει ένα μνημείο (τάφος) του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Μια άλλη εκδοχή αναφέρεται στην ιστορία ενός Έλληνα από την Ύδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα.

Ο Μαυρομάτης, λέγεται ότι ήλθε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του. Αποφασίζοντας να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Πόλη, προσάρμοσε τόσο τη ζωή του όσο και το θέατρό του στα ήθη των Τούρκων. Έτσι, ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζη, προέκταση στα ελληνικά Καραγκιόζης, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Η παλαιότερη μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται το 1809 και την τοποθετεί στην περιοχή των Ιωαννίνων[9].

Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρων. Παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται και από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ στο έργο του Voyage dans la Grèce που εκδόθηκε το 1820.
Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης, ως λαϊκός ήρωας, εκπροσωπεί το φτωχό, εξαθλιωμένο, πονηρό Έλληνα, στο περιβάλλον της Τουρκοκρατίας. Είναι καμπούρης και περιστοιχίζεται από την οικογένειά του, το φίλο του Χατζηαβάτη, το θείο του Μπάρμπα-Γιώργο και άλλους χαρακτήρες. Ζει σε παράγκα (Η παράγκα του Καραγκιόζη), είναι ξυπόλητος και μένει απέναντι από το σεράι (το παλάτι) του Βεζίρη.
Τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών είναι συνήθως σατιρικά, προκαλώντας γέλιο στους θεατές ενώ πολλές φορές αναφέρονται σε πραγματικά και σύγχρονα ζητήματα που ενδιαφέρουν τον κόσμο.
Σε μια τουρκοκρατούμενη χώρα όπως η Ελλάδα ,λογικό είναι να υπάρχουν επιρροές και από την καθημερινότητα και των δύο λαών. Η αυτοσχέδια θεματολογία των παραστάσεων του Καραγκιόζη διέκρινε το κοινό σε τρεις κατηγορίες.
α) στην τάξη των “ανθρώπων του σπαθιού”, όπου κατατάχθηκαν οι εμπειροπόλεμοι των φυλών του βουνού και της ερήμου, κτηνοτρόφοι και διαμετακομιστές.
β) στην τάξη των “ανθρώπων του σφυριού και του δρεπανιού”, όπου κατατάχθηκαν οι βιοτέχνες της πόλης και των κεφαλοχωρίων καθώς και οι καλλιεργητές των κάμπων .
γ) στην τάξη των “ανθρώπων της πένας”, στην οποία κατατάχθηκαν τα μέλη της μουσουλμανικής και χριστιανικής ιεραρχίας, που αποτέλεσαν τη νομοθετική, δικαστική, διπλωματική και αργότερα διοικητική υπαλληλία και γραφειοκρατία.
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν τουρκικός όπως γράφτηκε συχνά. Οι έννοιες “Ελλάδα” και “Τουρκία” δεν υπήρχαν τότε. Το Παζάρι ήταν και ελληνόφωνο και τουρκόφωνο κι ο Καραγκιόζης παιζόταν από την αρχή που εμφανίστηκε και στις δύο γλώσσες του Παζαριού: και στην ελληνική λαϊκή και στην τούρκικη λαϊκή γλώσσα. Καλλιεργούσε τη διαλογική συζήτηση. Δίδασκε στους θεατές το διάλογο, το παζάρεμα, τις έξυπνες ατάκες και το λογοπαίγνιο που επιτρέπει στον καθένα να είναι ετοιμόλογος.
Αυτή η μορφή του Οθωμανικού Θεάτρου Σκιών που γεννήθηκε στη Μικρασία και στην Κωνσταντινούπολη, κυριάρχησε παντού, σε όλη την Ανατολή, στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Αφρική. Και απ’αυτήν θα προκύψουν αργότερα οι εθνικές μορφές του Θεάτρου Σκιών, στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στη Ρουμανία, στη Γεωργία, στο Ιράκ, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Τυνησία, στην Αλγερία αλλά και στην Ευρώπη.
Επρόκειτο για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Ο Μπάρμπα-Γιάννης Μπράχαλης που,  θεωρείται ο πρώτος που έφερε την τέχνη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, (μεταξύ 1850 και 1860).
Μετά την απελευθέρωση, ο Καραγκιόζης εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελλάδα και από τις αρχές πλέον του 1900 μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη.
Το 1924 ιδρύεται στην Ελλάδα το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη.
Εκείνη την περίοδο και μέχρι το 1940 η τέχνη του Καραγκιόζη ήκμασε πολύ σε όλο τον ελληνικό χώρο. Η γερμανική κατοχή κατόπιν προκάλεσε την πρώτη κρίση του θεατρικού αυτού είδους, αλλά, παρ’όλα’αυτά δεν χάθηκε χάρη στον αγώνα των δημιουργών του.
Με την εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου ο Καραγκιόζης και η τέχνη του έτεινε να εκλείψει, ωστόσο η επίπονη και επίμονη προσπάθεια του αξιόλογου καλλιτέχνη Ευγένιου Σπαθάρη ξαναζωντάνεψε τον λαϊκό μας ήρωα.
Σήμερα, η θεατρική αυτή παράδοση συνεχίζεται με ενδιαφέρον από διάφορους παίκτες σε όλη την Ελλάδα και οι θεατές εξακολουθούν να την δέχονται με μεγάλη αγάπη και απέραντη νοσταλγία. Πρόκειται για μια κληρονομιά πολύτιμη που δεν πρέπει να χαθεί και αξίζει γιατί ο ήρωάς της είναι ο καθρέφτης της γνήσιας ελληνικής ψυχής. Στον θίασο εκτός του Πρωταγωνιστή, συμμετείχαν και άλλοι ρόλοι:
Ο Χατζηαβάτης, δουλοπρεπής φίλος του Καραγκιόζη, συνήθως κάνει θελήματα του Πασά (π.χ. ως τελάλης).
Το Κολλητήρι (ή Σπίθας), ο Κοπρίτης (ή Σβούρας) και ο Μυριγκόγκος (ή Μπιριγκόγκος ή Μιρικόκος ή Πιτσικόκος ή ακόμα και Μπιτσικόκος), τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη (ή και Κολλητήρια, όταν τα φωνάζει όλα μαζί). Ο Πιτσικόκος είναι το μικρότερο παιδί του Καραγκιόζη. Ο Κοπρίτης, το μεσαίο παιδί του Καραγκιόζη, είναι εύσωμος παρά την έλλειψη φαγητού. Ο Κολλητήρης είναι ο μεγαλύτερος γιος του Καραγκιόζη και η μικρογραφία του.
Η Αγλαΐα, η γυναίκα του Καραγκιόζη. Συνήθως δεν εμφανίζεται στην σκηνή, αλλά η χαρακτηριστικά γκρινιάρα της φωνή ακούγεται μέσα από το σπίτι του Καραγκιόζη. Είναι πάντα υπομονετική με τα καμώματα του Καραγκιόζη και πάντα έγκυος.
Ο Μπάρμπα-Γιώργος, μεγαλόσωμος φουστανελοφόρος (με την ανάλογη προφορά) που φορά φουστανέλα, δυνατός και γενικά αγριάνθρωπος, συνήθως δέρνει το Βεληγκέκα για να προστατεύσει τον ανιψιό του, τον Καραγκιόζη.
Ο Σταύρακας (Σταύρος), μάγκας, κουτσαβάκης.
Ο Σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος, Ζακυνθινός με Ιταλική παιδεία, ο οποίος φέρει έντονη επτανησιακή προφορά. Εμφανίζεται πάντοτε τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Είναι πάντοτε ενημερωμένος για τα δρώμενα, ευγενής και χαριτωμένος, αλλά επίσης και αφελής.
Ο Μορφονιός, “μαμάκιας”, με τεράστια μύτη, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ωραίος.
Ο Εβραίος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι Σολομών ή Σολομός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι ο έμπορος της πόλης, και πιο συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης. Είναι πλούσιος, τσιγκούνης, πονηρός, αλλά και δειλός, φοράει λόγω θρησκείας κιπά στο κεφάλι. Έχει επίσης άλλα δύο ονόματα: Χαχαμίκος και Μωυσής.
Ο Βεληγκέκας, φύλακας στο σεράι, συνήθως χτυπάει τον Καραγκιόζη κάθε φορά που θέλει να μπει μέσα.
Ο Βεζίρης, ο Πασάς του Σαραγιού.
Η κόρη του Βεζίρη, αντικείμενο πόθου του Καραγκιόζη.
Ο Σαν Να Λιέμε, εμφανίζεται λιγότερο από όλους τους άλλους χαρακτήρες, λίγο κουτσός, για αυτό κινείται μόνο με το ένα πόδι, ενώ το άλλο το έχει σχεδόν ακίνητο, εκνευρίζεται κάποιες φορές με το παραμικρό, επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομά του, τσιγκούνης.
Ο Γιουσούφ Αράπης, ένας μαύρος που συχνά τρώει ξύλο. Δούλευε για τον Πασά.
Ο Πεπονιάς, χοντρός αστυνομικός του δουλεύει για τον πασά και φοράει τούρκικη στολή αφού είναι και αξιωματικός του σαραγιού. Τρώει όλη μέρα και είναι και φοβητσιάρης. Μετά από εισήγηση του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας στην UNESCO, το 2010 ο Καραγκιόζης (Karagöz) περιλήφθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Τουρκίας.

COMMENTS