HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Η ιστορία της φορολογίας στην Ελλάδα (1821–1919) 1ο – 2o Μέρος

Η ιστορία της φορολογίας στην Ελλάδα (1821–1919) 1ο – 2o Μέρος

4.2    Φόρος Επιτηδευματιών (1836).

Στο διάταγμα : «Περί φόρων επί των επιτηδευμάτων», ( ΕτΚ αρ. 34- 15/7/1836 ), ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής : « Θεωρούντες την ανάγκην του να εξισάσωμεν τα εισοδήματα του κράτους με τα αναπόφευκτα αυτού έξοδα, επιθυμούντες να διανέμωνται οι φόροι εξίσου εις όλους τους υπηκόους … Άρθρον 3 : Όλαι αι χειροταχνίαι ή επιτηδεύματα υπόκεινται εις ετήσιον φόρον της αδείας 5 τοις εκατόν επί του κέρδους εκάστου επιτηδεύματος, αφαιρούμενου πρώτον του ενοικίου του εργαστηρίου. …Περί εκτιμήσεως του εκ των επιτηδευμάτων κέρδους, και κατατάξεως των βιομηχάνων εις κλάσεις. Άρθρον 8 : …Η εκτίμησις γίνεται κατά κοινότητας, και χειροτεχνίας ή επιτηδεύματα, τουτέστιν όλοι όσοι μετέρχονται εν και το αυτό έργον σημειώνονται εις μίαν και την αυτήν στήλην εις τον κατάλογον ».

4.3     Φόρος Χαρτοσήμου (1836).

«Ο Βαυαρός νομοθέτης διά του νόμου της 14 Αυγούστου 1836 περί τελών χαρτοσήμου εισήγαγεν εν Ελλάδι το ενιαίον σύστημα των τελών χαρτοσήμου, ο δε νόμος εκείνος επέζησεν επί μακρά έτη ( σημ. έως το 1887 ), ως εν των επιτυχέστερων μνημείων της βαυαρικής νομοθεσίας» (5) .
Στο νομό  «Περί χαρτοσήμου» ( ΕτΚ αρ. 42- 15/8/1836 ), ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής : « Γνωρίσαντες την ανάγκην να αυξήσωμεν τα εισοδήματα του κράτους, διά να απαντήσωμεν τα αναπόφευκτα έξοδα του, και επιθυμούντες ταυτοχρόνως να κατορθώσωμεν την όσον το δυνατόν ίσην διανομήν των φόρων, διά να μην επιβαρύνωνται μόναι αι κλάσεις των γεωργών και των ποιμένων, θέλοντες προσέτι να εμποδίσωμεν τας καταχρήσεις, τας οποίας απέφερεν η είσπραξις των μέχρι τούδε εν χρήσει δικαστικών, συμβολαιογραφικών, διοικητικών και των υποθηκών διατιμήσεων προς βλάβην του δημοσίου, και της δικαστικής υπηρεσίας …..Άρθ. 1 : Από της ημέρας της ενάρξεως του παρόντος νόμου, καταργούνται όλαι αι δικαστικαί, συμβολαιογραφικαί, διοικητικαί και των υποθηκών διατιμήσεις, και όλα τα άλλα δικαιώματα, τα οποία ελαμβάνοντο  μέχρι τούδε διά καταχωρήσεις, εγγραφάς, επικυρώσεις εγγράφων και πράξεων προς όφελος του δημοσίου ταμείου, ή διαφόρων υπαλλήλων και δημοσίων υπηρεσιών. Άρθ. 2 : Αντί των δικαιωμάτων τούτων εισάγεται εις γενικός φόρος υπό το όνομα χαρτόσημον…..»

4.4    Ο  φόρος επί των οικοδομών ( 1836 )

Στο διάταγμα : «Περί του επί των οικοδομών φόρου», ( ΕτΚ αρ. 40- 7/8/1836 ), ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής : « Θεωρούντες την ανάγκην του να φέρωμεν εις την ενδεχόμενην ισορροπίαν τα δημόσια εισοδήματα με τα άφευκτα έξοδα της επικρατείας, …..Άρθρ. 1 : Ο διά του ψηφίσματος από 4 Φεβρουαρ. 1830 άρθρ. 3 αριθ.2 και 3 εισαχθείς επιτόπιος επί των οικοδομών φόρος καταργείται διά του παρόντος από την 1 Ιανουαρίου 1836. …. Άρθρ.3 : Εις τον επί των οικοδομών φόρον υπόκεινται  μόνον : α) Δι’ ολοκλήρως ή κατά μέρος ενοικιασμένας οικοδομαί, β) Τα μη ενοικιασμένα μέρη μιας οικοδομής, εις τα οποία ο ιδιοκτήτης μετέρχεται οποιονδήποτε κλάδον βιομηχανίας. …..  Άρθρ.4 : Ο επί των οικοδομών φόρος προσδιορίζεται 7 τοις εκατόν επί του εισοδήματος » .

4.5    Διαπύλια Τέλη ( 1847 ) και Διόδια ( 1842 ).

Διαπύλια Τέλη
Το έτος 1847, με το Νόμο 68/1847 »Περί δημοτικών φόρων» καθιερώθηκαν, τα περίφημα «διαπύλια τέλη». Μια μορφή έμμεσης φορολογίας, η  οποία επιβάλλονταν από τις δημοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονταν στην περιοχή τους από άλλες περιοχές της επικράτειας. Δημοτικοί εισπράκτορες ήταν στημένοι στις εισόδους των πόλεων και εισέπρατταν φόρο στα εισερχόμενα υποζύγια τα οποία μετέφεραν εμπορεύματα. Όπως ήταν ευνόητο, η επιβολή του φόρου προκαλούσε αντιδράσεις. Δημοσιεύματα και επώνυμες καταγγελίες για υπερβάσεις των αποφάσεων εκ μέρους των δημοτικών εισπρακτόρων συναντάμε τη δεκαετία του 1850, αργότερα δε ακόμη και βιαιοπραγίες καταγράφονται εναντίον αγροτών που προσπαθούσαν να εισάγουν τα προϊόντα τους προς πώληση …(6) 
 Ο φόρος αυτός, ενώ επέτρεπε τη χρηματοδότηση των δήμων, ουσιαστικά αναιρούσε τον ενιαίο χαρακτήρα του ελληνικού οικονομικού χώρου, δημιουργώντας προβλήματα στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.

Τα πρώτα Διόδια στην Οδό Πειραιώς (1842)

Στο διάταγμα : «  Περί διοδίων επί της εξ’ Αθηνών εις Πειραιά οδού», ( ΕτΚ αρ. 15- 6/7/1842 ), ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής : « ….. περί επιβολής διοδίων επί της εξ’ Αθηνών εις Πειραιά αγούσης δημοτικής λιθοστρώτου οδού προς απάντησιν των διά την διατήρησιν αυτής απαιτουμένων εξόδων. … Τα διόδια ταύτα προσδιορίζονται εις πέντε λεπτά εφ’ εκάστου ζώου. …. υποβαλλόμενα εις την πληρωμήν των διοδίων ζώα είναι οι χρήσιμοι εις ιππασίαν ίπποι, τα υποζύγια και παν είδος φορτηγού ζώου μεταβαίνοντος από Αθηνών εις Πειραιά ή από Πειραιώς εις Αθήνας… »

 «Προσωπική εργασία» (1852)

Στον Νόμο Σς΄ «Περί προσωπικής εργασίας», ( ΕτΚ αρ. 39- 6/9/1852 ),  ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής : «…Άρθρ. 14 : Πας δημότης και κάτοικος μη εγγεγραμμένος εις δήμον του Κράτους και έχων ηλικίαν 18 ετών και επέκεινα, οφείλει να εργασθή εις την οδοποιίαν εν γένει επί δώδεκα ημέρας το πολύ κατ’ έτος… Άρθρ. 17 : Η εργασία χορηγείται ή προσωπικώς ή δια χρημάτων, κατ΄ εκλογήν του οφείλοντος αυτή..»

Διόδια ( 1858 )

Με τον νόμο 269/1868 »Περί οδοποιίας» ( ΕτΚ αρ. 5 – 17/1/1858 ) καθιερώνονται επιπλέον και τέλη διοδίων με σκοπό τη χρηματοδότηση επισκευών και συντήρησης των δημοσίων οδών. Οι τιμές των διοδίων είχαν ως εξής :

4.6     Ίδρυση Οικονομικών Εφοριών (1854).

Το 1845 καταργήθηκαν οι «Οικονομικές Επιτροπείες» ( είχαν ιδρυθεί με Διάταγμα ( ΕτΚ αρ. 15 – 13/4/1833 ) και ιδρυθήκαν οι  οικονομικές εφορίες :  7 α΄ τάξεως, 13 β΄ τάξεως και 19 γ΄ τάξεως ( ΕτΚ αρ. 13 – 19/5/1845 ). Ο νόμος όμως περιέπεσε σε αδράνεια . Ο πραγματικός λόγος της αδυναμίας εφαρμογής, πρέπει να αναζητηθεί στην αρμοδιότητα περί πλήρους ελέγχου της εθνικής γης εκ μέρους των εφόρων.
Το 1854 με το νόμο «Περί Εφοριών» ( ΕτΚ αρ. 36 – 29/12/1854 ),  ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια 43 οικονομικές εφορίες ( α΄, β΄, δ΄και δ΄τάξεως ), οι οποίες σχεδόν αντιστοιχούσαν σε ισάριθμες επαρχίες. Το 1858, η βασίλισσα Αμαλία θα υπογράψει το «Καθηκοντολόγιο»  ») ( ΕτΚ αρ. 22 – 3/7/1858 ), των Εφόρων και των υπαλλήλων των εφοριών, το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στον νόμο.

5.    Η εποχή του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (1862 – 1882 ).

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος  ( 1815-1883 ) ,  διετέλεσε 10 φορές πρωθυπουργός και 18 φορές Υπουργός. Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του Θρόνου. Στις 2 Μαρτίου 1865 ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία, συσπειρώνοντας στο κόμμα του («Κουμουνδουρικό») φερέλπιδες πολιτικούς, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, με τους οποίους αργότερα ήρθε σε σύγκρουση. Το 1882, αποσύρθηκε από την πολιτική (7) .

5.1    Τα «Εθνικά κτήματα» και η  Αγροτική μεταρρύθμιση (1871) .

Εθνικά κτήματα ή εθνικές γαίες είναι οι κτηματικές περιουσίες Οθωμανών που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους (μετά την Επανάσταση). Το Μάρτιο του 1871, ο Κουμουνδούρος, με υπουργό το Σωτηρόπουλο, πέτυχε την ψήφιση νόμου με αποτέλεσμα να διανεμηθούν 2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους . Οι μικροί ιδιοκτήτες καλλιεργητές επιδόθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες και ιδιαίτερα σε εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή. Οι αγαθές για την οικονομία επιπτώσεις υπήρξαν άμεσες. Από την μια πλευρά παρατηρήθηκε ραγδαία εισροή ξένου συναλλάγματος και από την άλλη τα έσοδα του Δημοσίου από τους τελωνειακούς δασμούς εξαγωγής πολλαπλασιάστηκαν (8) .

 

5.2    Η φορολόγηση για πρώτη φορά των Ανωνύμων Εταιρειών (1877) .

« Εις την Ελλάδα η πρώτη φορολογία των κινητών αξιών λαμβάνει χώραν το 1877 επί υπουργού των Οικονομικών Γ. Δεληγιώργη. Και παρ’ ημίν ησκήθη μεγάλη αντίδρασις κατά της φορολογήσεως του κινητού πλούτου. Εάν φυλλομετρήση τις τα πρακτικά των τότε συνεδριάσεων της Βουλής παρατηρεί ότι μερίς βουλευτών καταπολέμησε το εν λόγω νομοσχέδιον επί τω λόγω ότι διά του νομοσχεδίου τούτου «θα φορολογηθώσιν αι χήραι και τα ορφανά καθώς και οι πτωχοί συνταξιούχοι». Το επιχείρημα εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργον και εν μέρει ακατανότητον. Την γνώμην ταύτην, εβάσιζον ίσως οι υποτηρίζοντες, εις το ότι οι διάφοροι συνταξιούχοι της εποχής εκείνης μετέτρεπον τας αποταμειύσεις των εις μετοχάς τραπεζιτικάς ιδία και συνεπώς θα εφορολογούντο ως μέτοχοι. …. Τουναντίον μία ετέρα μερίς εζήτει την βαρυτέραν φορολόγησιν προτείνουσα όπως ο φορολογικός συντελεστής ορισθή εις 10%. …» ( 9 )
Στο Νόμο ΧΚ’/1877 ( ΕτΚ αρ. 42-23/6/1877 ), ορίζονταν μεταξύ άλλων τα εξής :  « Άρθρον 2 : Επιβάλλεται φόρος δύο τοις εκατόν επί των ετησίων καθαρών κερδών των ανωνύμων μετοχικών εταιρειών. Ο φόρος ούτος λογίζεται επί του ολικού ποσού, όπερ η εταιρεία διανέμει εις τους μετόχους αυτής κατά τους ισολογισμούς της, και πληρώνεται εντός μηνός από της εκδόσεως αυτών. Πάσα δια μετοχών ανώνυμος εταιρεία οφείλει να συντάττη άπαξ τουλάχιστον κατ’ έτος ισολογισμόν των εργασιών ….Εάν η εταιρεία δεν εκδώση εντός του έτους ισολογισμόν,  ο  Υπουργός των Οικονομικών έχει το δικαίωμα να ορίση το εικαζόμενον κέρδος αυτής …….»