HomeΑΠΟΨΕΙΣ

Γεράσιμος Παπαδόπουλος: O σεισμικός κίνδυνος παραμονεύει

Γεράσιμος Παπαδόπουλος: O σεισμικός κίνδυνος παραμονεύει

Στη χώρα μας οι σεισμοί είναι πολύ συχνοί και με σημαντικά μεγέθη. Είχαμε, έχουμε και θα εξακολουθήσουμε να έχουμε σεισμούς σε αυτή τη χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι τα γεωδυναμικά αίτια των σεισμών διαρκούν επί εκατομμύρια έτη.

Η Ελλάδα και οι γύρω περιοχές χαρακτηρίζονται από την υψηλότερη σεισμικότητα σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρασία, δηλαδή από τα Ουράλια όρη μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό και από την Αφρική μέχρι τη Σκανδιναυϊκή χερσόνησο. Στη χώρα μας οι σεισμοί είναι πολύ συχνοί και με σημαντικά μεγέθη. Είχαμε, έχουμε και θα εξακολουθήσουμε να έχουμε σεισμούς σε αυτή τη χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι τα γεωδυναμικά αίτια των σεισμών διαρκούν επί εκατομμύρια έτη. Η αναδρομή στην ιστορία των σεισμών της Ελλάδας αποτελεί έργο δύσκολο και απαιτεί πολύ χώρο για να μπορέσουμε να περιγράψουμε τα βασικά της σημεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, μπορούμε να εστιάσουμε στη σύγχρονη εποχή, να δούμε τα μαθήματα που πήρε η χώρα από τις σεισμικές τραγωδίες κυρίως της περιόδου 1978-1999, το τι ακολούθησε μέχρι σήμερα, που βρισκόμαστε στην τρέχουσα περίοδο και τι μπορούμε να αναμένουμε στο μέλλον.

Στη χώρα μας στατιστικά ο μέσος χρόνος επανάληψης των ισχυρών σεισμών μεγέθους 6 ή μεγαλύτερου είναι περίπου ένας έτος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι σχεδόν κάθε χρόνο έχουμε ένα τέτοιο σεισμό, μερικές φορές και περισσότερους του ενός. Για παράδειγμα, από το Μάϊο του 2020 μέχρι τώρα έγιναν ο σεισμός της Ιεράπετρας (2-5-2020, μέγεθος 6,6), ο μεγάλος σεισμός της Σάμου (30-10-2020, μέγεθος 7,0), και οι σεισμοί του Τυρνάβου στη βορειοδυτική Θεσσαλία (3-3-2021, μέγεθος 6,3 και 4-3-2021, μέγεθος 6,2).

Ωστόσο, τα μεγάλα μεγέθη σεισμών δεν μεταφράζονται πάντα σε μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις (π.χ. θάνατοι ανθρώπων, κτιριακές βλάβες κλπ.). Αυτό συμβαίνει γιατί οι σεισμοί συχνά γίνονται στη θάλασσα ή στην ξηρά αλλά σχετικά μακριά από πυκνοκατοικημένες περιοχές. Όμως, οι τραγικές εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών είναι εξαιρετικά διδακτικές. Τέτοιες μέρες πριν από 43 χρόνια η Θεσσαλονίκη και οι γύρω περιοχές θρηνούσαν δεκάδες θυμάτων από τον ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,5 της 20ης Ιουνίου του 1978. Λίγο αργότερα, στις 9-7-1980 επλήγη η Μαγνησία από εξίσου ισχυρό σεισμό. Προκλήθηκαν εκτεταμένες βλάβες αλλά ευτυχώς χωρίς να προκληθούν θύματα.

Όμως, ο χορός των θανατηφόρων σεισμών πάνω στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας είχε ανοίξει. Πράγματι, η σεισμική δράση μετατοπίστηκε σύντομα ακόμη νοτιότερα. Στις 24-2-1981 έγινε ο πολύ ισχυρός σεισμός του ανατολικού Κορινθιακού κόλπου, γνωστός ως σεισμός των Αλκυονίδων νήσων, μεγέθους 6,7 και ακολούθησαν ισχυρότατοι μετασεισμοί στις 25-2-1981 και 4-3-1981, με μέγεθος 6,4 και 6,3. Αυτή η σεισμική ακολουθία προκάλεσε εκτεταμένες βλάβες σε χιλιάδες κτιρίων στην Κορινθία, Βοιωτία και Αττική και δεκάδες ανθρώπινων θυμάτων. Λίγα χρόνια αργότερα οι σεισμοί προχώρησαν ακόμη νοτιότερα και έπληξαν την Καλαμάτα στις 13-9-1986 με μεγαλύτερο μέγεθος 6,2. Για μια ακόμη φορά προκλήθηκαν εκτεταμένες καταστροφές και δεκάδες θυμάτων.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο ηπειρωτικός κορμός της χώρας δοκιμάστηκε και πάλι από σειρά ισχυρών σεισμών. Πράγματι, μέσα σε χρονικό διάστημα ενός μηνός έγιναν οι σεισμοί Κοζάνης-Γρεβενών (13-5-1995, μέγεθος 6,6), ο οποίος προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές αλλά, ευτυχώς χωρίς θύματα, και Αιγίου (15-6-1995, μέγεθος 6,4), που κόστισε τη ζωή σε περισσότερους των 20 ανθρώπων.  Η σειρά των θανατηφόρων σεισμών έληξε με τραγικό τρόπο στις 7-9-1999, μεγέθους 5,9, τον οποίο τότε βάφτισα «σεισμό της Πάρνηθας», γιατί προήλθε από σεισμική εστία στις νοτιοδυτικές παρυφές της Πάρνηθας, που όπως αποδείχτηκε σύντομα, βρισκόταν στο ρήγμα της Φυλής.

Ο σεισμός εκείνος προκάλεσε στα δυτικά προάστια της πρωτεύουσας σημαντικότατες βλάβες, 143 θύματα και εκατοντάδες τραυματιών. Αυτός ο δραματικός απολογισμός υπήρξε ο χειρότερος στη χώρα μετά την εθνική τραγωδία των μεγάλων σεισμών του Αυγούστου του 1953 που ισοπέδωσαν την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη (περίπου 480 θύματα και 2500 τραυματίες). Ακόμη, ο σεισμός της Πάρνηθας προκάλεσε άμεση οικονομική ζημιά της τάξης των 3 δις ευρώ, τη μεγαλύτερη από σεισμό στη σύγχρονη ζωή της χώρας.

Εδώ φθάνουμε σε κομβικό σημείο. Αξίζει να δούμε τα μαθήματα που πήρε η χώρα από τις σεισμικές τραγωδίες της περιόδου 1978-1999, το τι ακολούθησε μέχρι σήμερα, που βρισκόμαστε στην τρέχουσα περίοδο και το τι μπορούμε να αναμένουμε στο μέλλον.

Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης του 1978 υπήρξε εμβληματικός για τη χώρα. Είναι ο πρώτος σεισμός που έπληξε σύγχρονη μεγαλούπολη στην Ελλάδα. Αν και ο πρώτος πανελλαδικός αντισεισμικός κανονισμός κτιρίων είχε εγκαθιδρυθεί στη χώρα ήδη από το 1959, η χώρα ήταν απροετοίμαστη. Πάμπολλα κτίρια είχαν δομηθεί χωρίς αντισεισμικό κανονισμό, σχεδιασμός κινητοποίησης δεν υπήρχε, οργανωμένες και εκπαιδευμένες μονάδες διάσωσης απουσίαζαν. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση των σεισμικών φαινομένων έπασχε λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού σεισμογραφικών σταθμών. Αυτή η έλλειψη οδήγησε τον τότε καθηγητή Β. Παπαζάχο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΑΠΘ), σε λανθασμένη εκτίμηση του ισχυρού προσεισμού (23-5-1978, μεγέθους 5,8), τον οποίο θεώρησε ως τον κύριο σεισμό. Νεαρότατος, εκκολαπτόμενος σεισμολόγος τότε έγραψα στην εφημερίδα «Το Βήμα» ότι με τα δεδομένα που είχαμε ο κάθε ένας σεισμολόγος θα μπορούσε να υποπέσει στην ίδια επιστημονική πλάνη.

Όμως, σύντομα έγιναν άλματα με τις γενναίες αποφάσεις του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή. Ιδρύθηκαν η ΥΑΣΒΕ (Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Β. Ελλάδας), το σεισμολογικό δίκτυο στη Β. Ελλάδα, ο σεισμολογικός σταθμός στο ΑΠΘ και το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κανονισμών. Οι βάσεις της σύγχρονης αντισεισμικής πολιτικής είχαν τεθεί.

Εξίσου εμβληματικός είναι και ο σεισμός των Αλκυονίδων (24-2-1981) γιατί υπήρξε ο πρώτος που απείλησε την Αθήνα ως σύγχρονη μητρόπολη. Και όταν απειλείται η πρωτεύουσα τότε όλη η χώρα αισθάνεται ότι απειλείται. Μετά το σεισμό αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω η αντισεισμική θωράκιση της χώρας. Ιδρύθηκε η ΥΑΣ (Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, 1981) στην Αθήνα, με απόφαση του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση ιδρύθηκε στο τότε ΥΠΕΧΩΔΕ η Διεύθυνση Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Καρασκευών, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (1983), πραγματοποιήθηκε (1984) η μερική αναθεώρηση του Αντισεισμικού Κανονισμού του 1959 και δρομολογήθηκε (1984) η ενίσχυση με προσωπικό του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.

Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον πολύνεκρο σεισμό της Καλαμάτας (1986) ξεκίνησε η οργάνωση και εκπαίδευση της ΕΜΑΚ του Πυροσβεστικού Σώματος και δρομολογήθηκε η εκπόνηση σύγχρονου Νέου Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ) υπό το συντονισμό του ΟΑΣΠ. Ο ΝΕΑΚ έγινε παραγματικότητα το 1992 αλλά ίσχυσε από το 1995, ενώ μετά το σεισμό της Πάρνηθας (1999) έγινε μερική τροποποίησή του στην Αττική.

Η βελτίωση της αντισεισμικής πολιτικής στη χώρα προχώρησε με τον σταδιακό εκσυγχρονισμό του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου: εγκαθίδρυση (Μάρτιος 2005) για πρώτη φορά 24ωρης βάρδιας για την σεισμική παρακολούθηση της χώρας, μετασχηματισμός του εθνικού σεισμογραφικού συστήματος του 1965 από αναλογικό σε ψηφιακό στη δεκαετία του 2000 και μετά, και εγκαθίδρυση του Εθνικού Κέντρου Προειδοποίησης για Τσουνάμι (2010), το οποίο πιστοποιήσαμε διεθνώς στα πλαίσια της UNESCO το 2016.

Τα μαθήματα ήταν πολλά, αλλά εξίσου πολλά ήταν και τα βήματα δραστικής βελτίωσης της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας από το 1978 και μετά. Οι εμπειρίες από τους σεισμούς των τελευταίων ετών στη χώρα μας έχουν δημιουργήσει την γενική εντύπωση ότι σχεδόν έχουμε εξαλείψει το πρόβλημα των σεισμών. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί σεισμοί με σημαντικά μεγέθη προκάλεσαν σχετικώς περιορισμένα προβλήματα, σε σύγκριση με προηγούμενους σεισμούς.

Για παράδειγμα, οι σεισμοί της Λέσβου (12-6-2017, μέγεθος 6,3), της Κω (21-7-2017, μέγεθος 6,6) και της Ζακύνθου (25-10-2018, μέγεθος 6,8), προκάλεσαν περιορισμένες βλάβες και μόνο 2 θύματα στην Κώ και ένα στη Λέσβο. Αυτό αποδόθηκε στο ότι σταδιακά οι κατασκευές (σπίτια κλπ) έγιναν πιο αντισεισμικές, πιο ανθεκτικές στους σεισμούς. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν πρέπει, όμως, να αγνοήσουμε το γεγονός ότι σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις τα σεισμικά επίκεντρα βρισκόντουσαν στη θάλασσα, σε αρκετή απόσταση από τις κοντινότερες πόλεις. Το ίδιο έγινε και με τον ακόμη μεγαλύτερο σεισμό της Σάμου (2020), αν και η εστία του δεν ήταν ιδιαίτερα μακριά από το νησί. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή συνέτρεξαν γεωφυσικές συνθήκες τέτοιες ώστε ο εδαφικός σεισμικός κραδασμός να είναι ιδαίτερα έντονος όχι στην κοντινή Σάμο, αλλά κυρίως βορειότερα στη μακρινότερη περιοχή της Σμύρνης, όπου οι ολικές καταρρεύσεις πολυόροφων κτιρίων προκάλεσαν περισσότερα των 100 ανθρώπινων θυμάτων.

Από την αναδρομή αυτή αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις των σεισμών. Από την άλλη μεριά, η κοινωνία εξελίσσεται, οι κτιριακές και άλλες υποδομές μεταβάλλονται, οι πολίτες απαιτούν περισσότερη και εγκυρότερη ενημέρωση και οδηγίες. Με δυό λόγια οι ανάγκες αντισεισμικής προστασίας σταδιακά αλλάζουν. Οι σεισμοί θα έρθουν και πάλι, θα απειλήσουν και πάλι. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να είμαστε προετοιμασμένοι ανά πάσα στιγμή.

Αν και το πρόβλημα της ακριβούς βραχυπρόθεσμης πρόγνωσης δεν έχει επιλυθεί, ορισμένες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις είναι δυνατές. Για παράδειγμα, μία περιοχή με συχνή εμφάνιση ισχυρών σεισμών είναι ο Κορινθιακός Κόλπος. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι για πολλά χρόνια δεν έχει γίνει σεισμός που να υπερβαίνει το μέγεθος 6. Ο τελευταίος ήταν ο σεισμός του Αιγίου, το 1995. Με την πάροδο του χρόνου η πιθανότητα ισχυρού σεισμού σταδιακά αυξάνει. Δεν είναι απαραίτητο ο επόμενος ισχυρός σεισμός να γίνει στις Αλκυονίδες, στο «μεγάλο φόβητρο», που ορισμένοι καλλιεργούν με ανάρμοστες δημόσιες δηλώσεις για «ρήγμα τέρας που αν γρυλλίσει αλλοίμονό μας!!». Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη γεωλογική ζώνη της «Σερβομακεδονικής Μάζας» στην Κεντρική Μακεδονία. Στη ζώνη αυτή είχαν τις εστίες τους οι πολύ ισχυροί στην Άσσηρο (1902), στον Άθω (1905), στο Βαλάντοβο (ελληνογιουγκοσλαυϊκά σύνορα, 1931), στην Ιερισσό Χαλκιδικής (1932) και στη Θεσσαλονίκη (1978). Εξυπακούεται ότι δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι υπάρχουν πολλές άλλες ζώνες σεισμικότητας με σημαντικό δυναμικό, όπως των Ιονίων νήσων, της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου και άλλες.

Δεν είναι σοφό το να επαναπαυθούμε σε όσα έχουμε επιτύχει στον τομέα της αντισεισμικής προστασίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι απαραίτητη η περαιτέρω ενίσχυση των προσπαθειών. Ο ΟΑΣΠ, ως επιτελικός φορέας, επιτελεί σημαντικό έργο, π.χ. στην εφαρμογή και βελτίωση των κανονισμών, στην ενημέρωση και εκπαίδευση, στην ενίσχυση δράσεων σε σχολεία, σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης και σε τοπικές κοινωνίες. Στην ίδια γενική γραμμή βρίσκεται και η Γεν. Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, ο κεντρικός σεισμογραφικός φορέας της χώρας, κατά την τελευταία τριετία μαστίζεται από βαθιά κρίση λόγω εθελούσιας μαζικής φυγής προσωπικού, κάκιστων κτιριακών εγκαταστάσεων, ελλειπούς συντήρησης δικτύων και προβληματικής επικοινωνιακής εικόνας.

Το μέγιστο μάθημα που έχουμε λάβει είναι ότι ο σεισμός δε συγχωρεί. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα καταστρέφει αυτά που χτίσαμε επί δεκαετίες. Ο σεισμικός κίνδυνος πάντα παραμονεύει. Είναι στο χέρι μας να δράσουμε ώστε να μειώσουμε όσο το δυνατόν τις μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις των σεισμών.

Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος, Σεισμολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ και UNESCO, Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021

Πηγή